O Ηλίας Καλπάκας, μίλησε στο StellasView.gr και στην δημοσιογράφο Στέλλα Πέρπερα για τη νέα του παράσταση με τίτλο “Στης Ψυχής Το Καπηλειό”, που θα παίζεται στο Θέατρο Σοφούλη.
Πρεμιέρα την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου
Πώς προέκυψε η ιδέα να δημιουργήσετε μια παράσταση που εστιάζει στη ζωή και τα βιώματα του ρεμπέτικου μέσα από το πλαίσιο της ιστορίας της Σουλτάνας, του Τάκη και των μουσικών του καπηλειού;
Η ιδέα γεννήθηκε μέσα από μια βαθιά αγάπη για το ρεμπέτικο, όχι μόνο ως μουσικό είδος, κυρίως ως ένα ζωντανό κομμάτι της κοινωνικής και ιστορικής μας ταυτότητας. Πάντα με συγκινούσε το πώς αυτά τα τραγούδια, που γεννήθηκαν στα υπόγεια, στα καπηλειά και στα προσφυγικά, κουβαλούν μέσα τους ολόκληρες ιστορίες ανθρώπων — περιθωριακών, παθιασμένων, πληγωμένων αλλά και απίστευτα δυνατών.
Η «Σουλτάνα του Τάκη» ήταν για μένα ένας τρόπος να δώσουμε πρόσωπο και ψυχή σ’ εκείνη τη γενιά. Η ιστορία της και οι μουσικοί του καπηλειού λειτουργούν σαν μικρογραφία μιας ολόκληρης εποχής· μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις, τις συγκρούσεις, τα όνειρα και τις προσωπικές νίκες και ήττες τους, ξεδιπλώνεται ο κόσμος του ρεμπέτικου — με όλες του τις αντιφάσεις.
Θέλαμε η παράσταση να μην είναι απλώς μια μουσική αναδρομή, αλλά μια θεατρική εμπειρία που φέρνει το κοινό μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα: τις μυρωδιές, τους ήχους, τη σκόνη, το τσιγάρο, τη νοσταλγία. Ουσιαστικά, προσπαθήσαμε να φανταστούμε πώς θα ήταν να βρεθεί κανείς ένα βράδυ σε ένα καπηλειό του Μεσοπολέμου αλλά και του Β Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου και να ακούσει αυτές τις ιστορίες να ξεπηδούν ζωντανές μπροστά του.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στην προσπάθειά σας να αποδώσετε το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της εποχής του Ελληνοϊταλικού Πολέμου έως τον Εμφύλιο;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να αποδώσουμε όχι απλώς την «εικόνα» μιας εποχής, αλλά την ψυχή της. Να αποδώσουμε το πνεύμα της εποχής χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της αναπαράστασης-μουσείου.
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος — δεν είναι απλώς κεφάλαια στα βιβλία της Ιστορίας. Είναι στοιχεία που διαμόρφωσαν την ελληνική ταυτότητα, και κουβαλούν μέσα τους βουβές ιστορίες ανθρώπων που έμαθαν να αντέχουν, να θρηνούν και να τραγουδούν μέσα στη σιωπή. Αυτήν ακριβώς τη σιωπή θέλαμε να ακούσουμε επί σκηνής.
Η δυσκολία ήταν να συνδυάσουμε τη σκληρότητα εκείνης της εποχής με τη λυρικότητα του ρεμπέτικου. Πώς αποδίδεις το σκοτάδι του πολέμου και ταυτόχρονα αφήνεις χώρο για το τραγούδι, για τη μικρή ανάσα ζωής μέσα στην καταστροφή; Εκεί εστιάσαμε πολύ στη σκηνογραφία και στη μουσική δραματουργία — να νιώθει το κοινό τη φτώχεια, την απώλεια, αλλά και τη δύναμη της παρέας, της επιβίωσης, του κεφιού που δεν σβήνει.
Αυτό που μας καθοδήγησε ήταν η αλήθεια των ανθρώπων εκείνης της εποχής· όχι η ιστορική αναπαράσταση, αλλά το βίωμα. Το να φωτίσουμε τη Σουλτάνα και τους μουσικούς όχι ως ήρωες ή θύματα, αλλά ως ψυχές που, μέσα στη δίνη της Ιστορίας, τραγουδούν για να μη σβήσουν.
Ως σκηνοθέτης, έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα στο ντοκουμέντο και στο συναίσθημα. Δεν θέλαμε απλώς να φτιάξουμε ένα ιστορικό αναλόγιο ή ένα μελόδραμα. Θέλαμε να μιλήσουμε για εκείνα τα χρόνια μέσα από τα μάτια των απλών ανθρώπων — της κυρά-Σουλτάνας, του Τάκη, του Λευτέρη, των μουσικών της κομπανίας, του θαμώνα του καπηλειού. Γιατί εκεί, στα στενά, στα υπόγεια και στα καπηλειά, βρισκόταν η αληθινή Ελλάδα: φοβισμένη, μα αξιοπρεπής.
Η ατμόσφαιρα του έργου δεν μπορούσε να στηθεί μόνο με σκηνικά ή κοστούμια· έπρεπε να αναπνεύσει. Γι’ αυτό δουλέψαμε πολύ πάνω στο φως και στους ήχους. Οι φωτισμοί έχουν την υφή της λάμπας πετρελαίου — εκείνου του χλωμού φωτός που έπεφτε στα πρόσωπα μέσα στις νύχτες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η μουσική, το ρεμπέτικο, ήταν ο αγωγός αυτής της ατμόσφαιρας. Κάθε νότα, κάθε παύση, κουβαλάει Μνήμη.
Η Σουλτάνα, ο Τάκης, ο Λευτέρης, ο Μήτσος, η Κούλα και ο Βρασίδας — όλοι αυτοί δεν είναι χαρακτήρες εποχής· είναι φωνές διαχρονικές. Κάθε φορά που οι ηθοποιοί τους ζωντανεύουν, νιώθω πως κάτι βαθιά ελληνικό ξαναγεννιέται: η ανάγκη να σταθούμε όρθιοι, ακόμη κι όταν όλα γύρω μας γκρεμίζονται.
Αυτό ήταν, λοιπόν, το στοίχημα — να φέρουμε στο σήμερα εκείνη την ανάσα της εποχής, όχι για να τη νοσταλγήσουμε, αλλά για να τη θυμηθούμε με σεβασμό. Να δείξουμε ότι το ρεμπέτικο, το καπηλειό, ο καημός και το μεράκι, δεν είναι περασμένα· είναι ακόμη εδώ, μέσα μας.
Κι αν στο τέλος της παράστασης ο θεατής νιώσει πως για λίγο άκουσε τις φωνές εκείνης της γενιάς να ψιθυρίζουν πίσω από τον καπνό και το φως, τότε ίσως να έχουμε αγγίξει κάτι από την αλήθεια τους. Και αυτό, για μένα, είναι το πιο μεγάλο κέρδος.
Πώς ενσωματώσατε το ρεμπέτικο στοιχείο στη σκηνοθεσία και πώς πιστεύετε ότι αυτό συμβάλλει στην αφήγηση της ιστορίας;
Το ρεμπέτικο δεν ήταν για εμάς απλώς μουσικό φόντο — ήταν η ψυχή της αφήγησης. Από την αρχή θελήσαμε να το αντιμετωπίσουμε όχι σαν συνοδευτική μουσική, αλλά σαν δράση, σαν έναν ακόμη χαρακτήρα μέσα στην ιστορία. Κάθε τραγούδι, κάθε ταξίμι, κάθε σιωπή ανάμεσα στις νότες κουβαλά ένα συναίσθημα, ένα κομμάτι ζωής· κι αυτό προσπαθήσαμε να το αξιοποιήσαμε δραματουργικά.
Πιστεύω πως αυτή η προσέγγιση βοηθά πολύ την αφήγηση. Το ρεμπέτικο λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Μέσα από τους στίχους και τους ρυθμούς του, ο θεατής δεν βλέπει απλώς μια εποχή· τη νιώθει, την αναπνέει, τη θυμάται κάπως μέσα του. Γιατί το ρεμπέτικο δεν αφηγείται την Ιστορία — αφηγείται την ανθρώπινη ψυχή που παλεύει να σταθεί όρθια, κι αυτό είναι διαχρονικό. Οι μελωδίες δεν «παίζουν» απλώς· «μιλούν». Τα τραγούδια συνομιλούν με τους χαρακτήρες, συνεχίζουν τη σκέψη τους, αποκαλύπτουν όσα οι λέξεις δεν μπορούν να ειπωθούν. Όταν, για παράδειγμα, η Κούλα τραγουδά το «Κάποια Μάνα Αναστενάζει» και το σιγομουρμουράει η Σουλτάνα δεν είναι για να τραγουδήσει· είναι για να θυμηθεί, να πενθήσει, να συνεχίσει να ζει. Η μουσική, λοιπόν, λειτουργεί σαν ένα δεύτερο επίπεδο δράσης — σαν ένας αφηγητής αόρατος, που αγκαλιάζει τη σκηνή. Επέλεξα να υπάρχει πάντα ένας «παλμός» ρεμπέτικου στον χώρο, είτε αυτός εκφράζεται μέσα από έναν μπαγλαμά που κουδουνίζει διακριτικά στο βάθος, είτε από ένα βήμα που ακολουθεί τον ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Η κίνηση, οι φωτισμοί, ακόμα και οι παύσεις των ηθοποιών χτίστηκαν με αναφορά στον ρυθμό και τη μελωδία. Το αποτέλεσμα είναι ένας σκηνικός μικρόκοσμος όπου η μουσική δεν υπηρετεί τη δράση — την καθοδηγεί. Το ρεμπέτικο, άλλωστε, είναι ένα είδος που γεννήθηκε από την ανάγκη για έκφραση, από την ανάγκη των απλών ανθρώπων να πουν την αλήθεια τους χωρίς φίλτρα. Αυτή η αυθεντικότητα ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα. Δεν ήθελα μια επιφανειακή «αναπαράσταση» εποχής, αλλά μια ζωντανή εμπειρία. Γι’ αυτό και οι ηθοποιοί μας κλήθηκαν όχι μόνο να ερμηνεύσουν ρόλους, αλλά να “κατοικήσουν” μέσα στον ήχο του ρεμπέτικου, να αφήσουν το σώμα και τη φωνή τους να παρασυρθούν από τον ρυθμό του.
Πιστεύω βαθιά πως μέσα από αυτή τη μουσική περνά η ψυχή της ιστορίας μας. Το ρεμπέτικο δεν λειτουργεί εδώ ως νοσταλγία — λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Γιατί, όπως και τότε, έτσι και σήμερα, ο άνθρωπος αναζητά παρηγοριά, δικαιοσύνη, αγάπη, φως. Και το ρεμπέτικο συνεχίζει να μας θυμίζει ότι, ακόμα κι αν όλα γύρω μοιάζουν χαμένα, πάντα θα υπάρχει ένα τραγούδι να μας κρατήσει όρθιους. Στης ψυχής το καπηλειό, λοιπόν, η μουσική είναι ο αφηγητής, ο ψίθυρος, το δάκρυ και το χαμόγελο μαζί. Είναι το νήμα που ενώνει όλους μας με εκείνη τη γενιά που τραγούδησε για να μην ξεχάσει — κι εμείς, με τη σειρά μας, ανεβάζοντας αυτή την παράσταση, τραγουδάμε για να θυμηθούμε.
Ποιο μήνυμα ελπίζετε ότι θα αποκομίσει το κοινό από το έργο, ειδικά σε μια εποχή που η ιστορία και η μνήμη είναι πιο σημαντικές από ποτέ;
Αυτό που ελπίζω να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση είναι μια συναισθηματική μνήμη· όχι απλώς γνώση ή πληροφορία, αλλά ένα βίωμα. Θέλω να θυμηθεί — ή να αναγνωρίσει για πρώτη φορά — ότι πίσω από κάθε ιστορική στιγμή υπάρχουν άνθρωποι: με όνειρα, φόβους, έρωτες και ανάγκη για αξιοπρέπεια.
Σήμερα, σε μια εποχή που η Ιστορία συχνά ξεχνιέται ή παραμορφώνεται, το να θυμόμαστε γίνεται πράξη αντίστασης. Το ρεμπέτικο, με τη λαϊκή του σοφία και τη βαθιά ανθρωπιά του, μας θυμίζει ότι ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιόδους, ο άνθρωπος βρίσκει τρόπο να τραγουδήσει, να αγαπήσει, να σταθεί όρθιος. Αυτό είναι, νομίζω, το πιο δυνατό μήνυμα του έργου.
Ελπίζω το κοινό να φύγει με μια αίσθηση συνέχειας — να νιώσει ότι οι αγώνες, οι πληγές και τα τραγούδια εκείνης της εποχής δεν ανήκουν στο παρελθόν, αλλά χτυπούν ακόμη μέσα μας. Γιατί χωρίς μνήμη, χάνουμε όχι μόνο το παρελθόν μας, αλλά και τη δυνατότητα να φανταστούμε ένα μέλλον πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο.
Πόσο σημαντικό ήταν για εσάς να αναδείξετε τις μνήμες και τις πληγές της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από αυτήν την παράσταση;
Αν σκεφτώ ως σκηνοθέτης μιας μουσικοθεατρικής παράστασης για την ιστορία του ρεμπέτικου, θα σου έλεγα πως η ανάδειξη των πληγών της σύγχρονης Ελλάδας δεν ήταν απλώς σημαντική — ήταν αναπόφευκτη και θα έλεγα θεμελιώδης για την ταυτότητα αυτής της παράστασης.
Το ρεμπέτικο γεννήθηκε μέσα από τον πόνο, την απώλεια, τη φτώχεια, την προσφυγιά, την κοινωνική περιθωριοποίηση. Το ρεμπέτικο δεν είναι απλώς ένα μουσικό είδος· είναι ένα ζωντανό ιστορικό ντοκουμέντο. Γεννήθηκε στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, στις προσφυγικές συνοικίες, στα τεκέδες και τα καπηλειά, και αποτύπωσε με μοναδική αμεσότητα τον πόνο, την ανέχεια, τον έρωτα, την αδικία και την ελπίδα ενός λαού που βίωνε τεράστιες ανατροπές. Είναι μια μουσική που κουβαλά μέσα της την ιστορία της επιβίωσης και της αξιοπρέπειας μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. Κι αυτό, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας.
Μέσα από την παράσταση θέλησα να φανεί πως οι ίδιες πληγές —η αίσθηση αδικίας, η μοναξιά του απλού ανθρώπου, η μάχη για μια θέση στο φως— παραμένουν ανοιχτές, απλώς αλλάζουν μορφή. Το ρεμπέτικο λειτουργεί έτσι σαν ένας καθρέφτης που ενώνει το τότε με το τώρα. Δεν είναι μια νοσταλγική αναδρομή· είναι ένας ζωντανός διάλογος με τη σημερινή μας ταυτότητα.
Οπότε, ναι — ήταν εξαιρετικά σημαντικό να φανεί αυτό το νήμα που συνδέει τον παλιό πόνο με τη σύγχρονη αγωνία. Γιατί μόνο έτσι το ρεμπέτικο μπορεί να ακουστεί σήμερα με την αλήθεια και τη δύναμη που του αξίζει. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παράστασή μας “Στης ψυχής το καπηλειό” είναι μια κατάδυση σε αυτές τις μνήμες, μια προσπάθεια να φωτίσουμε τις πτυχές της σύγχρονης Ελλάδας που συχνά μένουν στο σκοτάδι, προσφέροντας παράλληλα μια βαθύτερη κατανόηση της ψυχής του Έλληνα, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από το γνήσιο και ατόφιο ρεμπέτικο τραγούδι.
Πώς βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και τη θεατρική αφήγηση στην παράσταση και πώς αυτή η σχέση ενισχύει το μήνυμά της;
Η σχέση ανάμεσα στη μουσική και τη θεατρική αφήγηση είναι ο πυρήνας της παράστασης· δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Το ρεμπέτικο, άλλωστε, είναι από μόνο του μια μορφή αφήγησης — κάθε τραγούδι είναι μια μικρή ιστορία, μια εξομολόγηση, ένα κομμάτι συλλογικής μνήμης. Στη σκηνή, η μουσική δεν λειτουργεί απλώς ως «επένδυση» ή ατμόσφαιρα· είναι ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης της δράσης. Η θεατρική αφήγηση έρχεται να δώσει πρόσωπο και σώμα σε αυτά τα τραγούδια — να τα τοποθετήσει μέσα σε ένα πλαίσιο ανθρώπινων εμπειριών, σε μια ιστορία που ο θεατής μπορεί να αναγνωρίσει. Έτσι, το τραγούδι και η σκηνική πράξη αλληλοτροφοδοτούνται: το ένα δίνει συναίσθημα, το άλλο δίνει βάθος. Φανταστείτε τη μουσική ως τον παλμό της ιστορίας, το ρεμπέτικο ως τη φωνή των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή. Κάθε τραγούδι δεν επιλέχθηκε τυχαία. Είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του, μια μικροϊστορία που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και προσωπικές συνθήκες. Για παράδειγμα, ένα τραγούδι για τον πόνο του πρόσφυγα μεταφέρει πολύ πιο άμεσα το βίωμα της προσφυγιάς από οποιαδήποτε σκηνή διαλόγου. Η μουσική δημιουργεί το συναισθηματικό υπόβαθρο, μια ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει τον θεατή και τον μεταφέρει νοερά στο καπηλειό, στις φτωχογειτονιές, στις φυλακές του Μεσοπολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων. Η θεατρική αφήγηση, από την πλευρά της, δίνει στα τραγούδια ένα πλαίσιο, μια ανθρώπινη διάσταση. Οι χαρακτήρες μας ζωντανεύουν τους στίχους, προσδίδουν πρόσωπο και ψυχή στα συναισθήματα που εκφράζονται. Μέσα από τους διαλόγους, τις κινήσεις, τις σιωπές, αναδεικνύεται το γιατί ένα συγκεκριμένο τραγούδι ήταν σημαντικό σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Η αλληλεπίδραση των ηθοποιών με τους μουσικούς, το πώς η ζωντανή ορχήστρα γίνεται μέρος του σκηνικού και της δράσης, δημιουργεί μια συνεκτική ενότητα. Αυτή η οργανική σύνδεση επιτρέπει στο μήνυμα της παράστασης να περάσει βαθύτερα. Δεν ακούμε απλά ένα ρεμπέτικο· βιώνουμε την ιστορία του. Η μουσική και η θεατρική αφήγηση γίνονται ένα σώμα, ένας ενιαίος μηχανισμός που ταξιδεύει το κοινό σε ένα παρελθόν όχι και τόσο μακρινό, αλλά γεμάτο διδάγματα για το παρόν. Αυτή η σύμπραξη της μουσικής και του θεατρικού λόγου, ενισχύει και το μήνυμα της παράστασης — πως ο πόνος, η αγάπη, η απώλεια, η ελπίδα δεν είναι απλώς θεματικές του ρεμπέτικου, αλλά διαχρονικές εκφάνσεις της ίδιας της ανθρώπινης εμπειρίας. Μέσα από τη μουσική, ο λόγος γίνεται πιο αληθινός· μέσα από το θέατρο, η μουσική αποκτά νέα ζωή και επικαιρότητα.
Υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ή μνήμες που θεωρείτε ότι είναι ζωτικής σημασίας να διαφυλαχθούν μέσα από το θέατρο, όπως το κάνετε εσείς;
Το θέατρο, για μένα, είναι μια μηχανή μνήμης. Δεν είναι απλώς μια τέχνη που αφηγείται ιστορίες, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που αναπνέει μέσα από τις συλλογικές μνήμες ενός λαού. Στην περίπτωση της παράστασης «Στης ψυχής το καπηλειό», αισθάνθηκα πως είχα χρέος —όχι απλώς καλλιτεχνικό, αλλά και ανθρώπινο— να ανασύρω από τη λήθη μια εποχή που διαμόρφωσε βαθιά τον ψυχισμό του Έλληνα: από τη Μικρασιατική Καταστροφή ως το τέλος του Εμφυλίου.
Μέσα από το ρεμπέτικο, το τραγούδι του πόνου, της φτώχειας, της προσφυγιάς και της περηφάνιας, ξεδιπλώνεται η ιστορία όχι των πρωταγωνιστών των βιβλίων, αλλά των ανώνυμων ανθρώπων: των ανθρώπων του λιμανιού, των μαγαζιών, των καπηλειών, αυτών που έζησαν, αγάπησαν, πολέμησαν και τραγούδησαν μέσα στη θύελλα του 20ού αιώνα. Αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες του έργου και αυτοί είναι που το θέατρο οφείλει να κρατήσει ζωντανούς.
Σήμερα, σε μια εποχή όπου η πληροφορία είναι άφθονη, αλλά η μνήμη βραχύβια, το θέατρο γίνεται το αντίδοτο στη λήθη. Η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή, ο Πόλεμος, ο Εμφύλιος — δεν είναι απλώς κεφάλαια της Ιστορίας. Είναι πληγές και ταυτόχρονα ρίζες. Όταν τις αγνοούμε, παύουμε να κατανοούμε ποιοι είμαστε. Και μέσα σε κάθε ρεμπέτικο τραγούδι, σε κάθε σκηνή του έργου, υπάρχει αυτή η βαθιά υπενθύμιση: ότι η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά και η ελπίδα γεννιούνται μέσα από τον πόνο, όχι παρά τον πόνο.
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μεταφερθεί αυτή η ιστορική βαρύτητα χωρίς διδακτισμό. Δεν ήθελα ένα θεατρικό που να “αναπαριστά” την Ιστορία, αλλά ένα έργο που να την νιώθει. Οι ήρωές μας δεν φορούν στολές στρατιωτικές, αλλά τα ρούχα της καθημερινότητας· δεν μιλούν με μεγάλα λόγια, αλλά με απλές φράσεις που κουβαλούν μέσα τους το βάρος του καιρού.
Όταν βλέπω τους θεατές να συγκινούνται, να σιγοτραγουδούν ή να δακρύζουν, αντιλαμβάνομαι ότι το θέατρο εξακολουθεί να επιτελεί την αρχέγονη του λειτουργία: να ενώνει τον άνθρωπο με τον εαυτό του και την Ιστορία του. Αυτό είναι το πιο μεγάλο κέρδος μιας τέτοιας παράστασης· όχι η αναβίωση ενός παρελθόντος, αλλά η κατανόηση του παρόντος μέσα από αυτό.
Γι’ αυτό πιστεύω πως υπάρχουν πράγματα που το θέατρο δεν πρέπει ποτέ να αφήσει να χαθούν: η μνήμη της προσφυγιάς, της αξιοπρέπειας μέσα στη φτώχεια, της αλληλεγγύης μέσα στον πόλεμο, της ελπίδας μέσα στο σκοτάδι. Αυτές οι μνήμες είναι η ψυχή ενός τόπου — κι όσο το θέατρο τις κρατά ζωντανές, τόσο υπάρχει ελπίδα για το μέλλον.
Τι θα θέλατε να πείτε στους νέους θεατές σχετικά με τη σημασία της διατήρησης της πολιτισμικής κληρονομιάς και της ιστορικής μνήμης μέσα από το θέατρο;
Για τους νέους θεατές, θα έλεγα ότι η παράσταση “Στης ψυχής το καπηλειό” είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή βραδινή έξοδος. Είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, μια ευκαιρία να έρθετε σε επαφή με τις ρίζες μας, με την ψυχή ενός ολόκληρου λαού που βίωσε ταραχώδεις εποχές. Θα τους τόνιζα ότι η σημασία της διατήρησης της πολιτισμικής κληρονομιάς και της ιστορικής μνήμης, ειδικά μέσα από το θέατρο, είναι κομβική. Το ρεμπέτικο, για παράδειγμα, δεν είναι απλώς παλιά μουσική. Είναι ένα ζωντανό κομμάτι της ταυτότητάς μας, ένας κώδικας επικοινωνίας που μας συνδέει με τους προγόνους μας.To Ρεμπέτικο δεν είναι ένα βιβλίο ιστορίας που διαβάζετε, ούτε ένα ντοκιμαντέρ που παρακολουθούμε από απόσταση. Το θέατρο δεν είναι μουσείο. Είναι ζωντανός τόπος μνήμης. Κάθε φορά που ανεβαίνει μια παράσταση σαν αυτή, δεν αναβιώνουμε απλώς το παρελθόν — το ξανασυναντάμε, το αναπνέουμε, το ρωτάμε τι έχει να μας πει σήμερα. Εδώ, οι άνθρωποι, τα πάθη, οι αγώνες, οι χαρές και οι λύπες ζωντανεύουν μπροστά σας, σε πραγματικό χρόνο. Αυτή η άμεση εμπειρία δημιουργεί μια συναισθηματική σύνδεση που κανένα άλλο μέσο δεν μπορεί να προσφέρει. Μας επιτρέπει να “μπούμε” στην εποχή, να συμπάσχουμε, να αναρωτηθούμε, να κατανοήσουμε. Η πολιτισμική κληρονομιά δεν είναι κάτι στατικό, κλεισμένο σε μια προθήκη ενός μουσείου. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που πρέπει να αναπνέει, να εξελίσσεται και να επικοινωνεί με κάθε νέα γενιά.
Η πολιτισμική μας κληρονομιά, και ειδικά το ρεμπέτικο, δεν είναι κάτι “παλιό” ή “ρετρό”. Είναι η φωνή ανθρώπων που πάλεψαν, που αγάπησαν, που ένιωσαν ξένοι και παρόλα αυτά δημιούργησαν ομορφιά.
Αν εμείς δεν κρατήσουμε αυτή τη φωνή ζωντανή, θα χαθεί όχι επειδή δεν υπάρχουν πια ρεμπέτες — αλλά επειδή ξεχάσαμε να ακούμε.
Το θέατρο έχει τη δύναμη να ξαναζωντανεύει αυτές τις φωνές, να κάνει τη μνήμη σώμα, ρυθμό, βλέμμα.
Κι αυτό είναι κάτι που αφορά εσάς, τους νέους: γιατί μέσα από την τέχνη μαθαίνουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, και —το πιο σημαντικό— πού θέλουμε να πάμε. Όταν είστε θεατές σε μια παράσταση σαν κι αυτή, γίνεστε μέρος αυτής της διατήρησης. Γίνεστε οι φορείς της μνήμης, αυτοί που θα μεταφέρουν τις ιστορίες, τους ήχους και τα μηνύματα στο μέλλον. Σας καλώ λοιπόν να αφεθείτε σε αυτό το ταξίδι. Να ακούσετε όχι μόνο τη μουσική, αλλά και τις ψυχές που κρύβονται πίσω της. Να δείτε όχι μόνο την παράσταση, αλλά και την αντανάκλαση της δικής μας ιστορίας. Γιατί μόνο αν γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε, μπορούμε να κατανοήσουμε πού βρισκόμαστε και να αποφασίσουμε πού θέλουμε να πάμε. Συνοψίζοντας, θα μπορούσα να πω ότι το να διατηρείς την πολιτισμική σου μνήμη δεν είναι πράξη νοσταλγίας. Είναι πράξη ελευθερίας. Γιατί μόνο αν ξέρεις το τραγούδι του τόπου σου, μπορείς να γράψεις το δικό σου.»
Συνέντευξη: Στέλλα Πέρπερα
Πληροφορίες Παράστασης
🎭 Στης Ψυχής Το Καπηλειό
➡️ Χορηγός επικοινωνίας: StellasView.gr
#StellasView #theater #TheatroSofouli
Ένα νοσταλγικό θεατρικό ταξίδι στην ψυχή του ρεμπέτικου που ζωντανεύει τις μνήμες και τις πληγές της σύγχρονης Ελλάδας!
Μέσα σε ένα παλιό καπηλειό της Αθήνας, ο χρόνος κυλά αλλιώς. Οι τοίχοι κρατούν την ανάσα του Μεσοπολέμου, τα ραδιοκύματα φέρνουν πολεμικά ανακοινωθέντα και οι ψάθινες καρέκλες ακούν ρεμπέτικα που υφαίνουν ελπίδες. Η παράσταση παρακολουθεί τη ζωή της Σουλτάνας, του Τάκη του Λευτέρη και των μουσικών του μαγαζιού, από την αυγή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου έως την απελευθέρωση της Αθήνας και τον Εμφύλιο. Ένα καπηλειό γίνεται φωνή του λαού. Το ρεμπέτικο, άλλοτε μοιρολόι, άλλοτε κραυγή, συνοδεύει στιγμές πόνου, αντίστασης, συντροφικότητας και λαχτάρας για ειρήνη.
✍️ Συγγραφή & Επιμέλεια Κειμένου: Ηλίας Καλπάκας i_kalpakas
– Ελισάβετ Βασιλειάδου
Παραγωγή: Τhe Design Room
🎭 Παίζουν (Με αλφαβητική σειρά)
Άννα Καρατζά,
Δημήτρης Μάρρης
Βασίλης Παπαχρήστος
🎶 Μουσικοί:
Νάντια Παυλίδου (τραγούδι – κιθάρα)
Γιάννης Τσίπος (μπουζούκι – τραγούδι)
Ηλίας Κρομμύδας (ακορντεόν – τραγούδι)
📍 Θέατρο Σοφούλη
Τραπεζούντος 5, Καλαμαριά
☎️ Τηλέφωνο: 2310.423.925
📆 Παραστάσεις:
Πέμπτες 6-13-20 & 27 Νοεμβρίου στις 21:00
⏳ Διάρκεια: 105′ λεπτά
🎫 Τιμές εισιτηρίων:
15€ & 12€
🎟️ Προπώληση:
https://www.goldmall.gr/stis-psyxis-to-kapileio-theatro
….
Βρείτε μας στα social media του StellasView:
Facebook: https://www.facebook.com/Stellasview/
Instagram: https://www.instagram.com/stellasview.gr/
Youtube: https://www.youtube.com/c/StellaPerpera/
Tiktok: https://www.tiktok.com/@stellaperpera/
Viber: StellasView.gr
Twitter X: https://twitter.com/StellaPerpera/



Κάντε το πρώτο σχόλιο