![DSC08290](https://www.stellasview.gr/wp-content/uploads/2018/11/DSC08290.jpg)
Ήμασταν εκεί για εσάς. To stellasview.gr βρέθηκε στο βασιλικό θέατρο και παρακολούθησε την εξαιρετική παράσταση του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Αναστασάκη.
Ύστερα από τον Μπέκετ, το σύγχρονο θέατρο δεν είναι πια το ίδιο. Κυρίως γιατί το μπεκετικό θέατρο αναδιαπραγματεύεται τον αρχαιοελληνικό ορισμό του τραγικού και συνθέτει έναν καινούργιο ορισμό του τραγικού για έναν κόσμο δίχως Θεό, με μισερή επικοινωνία, με πολλή μοναξιά, όπου ο άνθρωπος ενώπιος ενωπίω νιώθει αδύναμος να αναλάβει την ευθύνη που του ανήκει ολοκληρωτικά. Το έργο του Μπέκετ συνιστά άλλωστε την ισχυρότερη ρήξη με την παράδοση του ρεαλισμού. Άνοιξε ως εκ τούτου και για το δράμα, αλλά και το μυθιστόρημα τον δρόμο για την κατάργηση της συμβατικής λογικής και της αιτιοκρατικής δομής, τις ενότητες του χώρου και του χρόνου, εστιάζοντας καταρχήν στα ουσιώδη συστατικά της ανθρώπινης κατάστασης.
Το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1953 διαδραματίζεται σε μια αόριστη εξοχή, στη φύση, ωστόσο, όχι σε μια φύση θαλερή, αλλά σε ένα τοπίο φτωχό, στεγνό, πνιγηρά άδειο, στο οποίο δεσπόζει ένα και μοναδικό δέντρο. Ο Ντίντι και ο Γκόγκο (Βλαντιμίρ και Εστραγκόν αντίστοιχα), οι δύο κεντρικοί του χαρακτήρες του έργου, είναι δύο φερέοικοι, που περιφέρονται άσκοπα στη διάρκεια της μέρας και λίγο πριν από την έλευση της νύχτας, καταλήγουν σε ένα συμπεφωνημένο σημείο όπου περιμένουν τον ερχομό ενός κάποιου μυστηριώδους, ενός αγνώστου, ενός κάποιου κυρίου Γκοντό στο πρόσωπο του οποίου ευελπιστούν να χαριτωθούν την πολυπόθητη λύτρωση, περιμένουν δηλαδή εν ολίγοις έναν “σωτήρα”. Εκείνος, όμως, ποτέ δεν έρχεται, αλλά αντ’ αυτού εμφανίζεται πάντα κάποιο παιδί (σύμβολο του αύριο, της ελπίδας), που τους ενημερώνει πως ο κύριος Γκοντό δε θα έρθει σήμερα, οπωσδήποτε, όμως, θα έρθει αύριο. Περιμένουν λοιπόν τον Γκοντό έξω από την Ιστορία, έχοντας γυρίσει ουσιαστικά την πλάτη στην Ιστορία.
Μιλούν δε, συχνά μέσα από τους θραυσματικούς και σύντομους διαλόγους τους για τον θάνατο, σκέφτονται ως λύση την πιθανότητα της αυτοκτονίας, αλλά δεν την τολμούν, τσακώνονται για τη σχέση τους, δείχνουν να επιθυμούν να χωρίσουν τους δρόμους τους, αλλά το μετανιώνουν και γρήγορα οχυρώνονται πίσω από εύθραυστες και λογικοφανείς προφάσεις, με αποτέλεσμα να βυθίζονται ολοένα και πιο πολύ στην πάντα επικείμενη και πάντα αναστελλόμενη άφιξη του Γκοντό. Δε θα μάθουμε βέβαια ποτέ με ακρίβεια, ποιος είναι τελικά ο Γκοντό, καθώς δεν είναι ένα συγκεκριμένο άτομο, μια σαφής ύπαρξη, μία ορισμένη ταυτότητα ή μια αισθητή εμπειρία, αλλά μια σύνθεση όλων αυτών περικλείοντας έτσι μια κατάσταση της ύπαρξης. Είναι συνεπώς μια λέξη α-νόητη και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί να της προσδώσει ο καθένας την «ανάγνωση» (φιλοσοφική, θεολογική, υπαρξιακή, κοινωνιολογική, πολιτική κ.ά.) που επιθυμεί να της προβάλλει.
Στον Γκοντό, ωστόσο, υπάρχουν άλλα δύο πρόσωπα, ο Πότζο και ο Λάκυ, ένα ζεύγος αφέντη και δούλου–που η εκτυφλωτική είσοδός τους στη σκηνή δημιουργεί για μια στιγμή την υποψία ενός γεγονότος, πλην όμως σύντομα φαίνεται πως και αυτοί αποτελούν με τη σειρά τους αναπόσπαστο κρίκο της αέναης επανάληψης. Ο Πότζο ειδικότερα, είναι ο κύριος και ο Λάκυ είναι ο αχθοφόρος-δούλος, μονίμως συνδεδεμένος με τον κύριό του από ένα σχοινί, ο οποίος δε διαμαρτύρεται διόλου για τα το φορτίο που κουβαλά, τα βασανιστήρια, αλλά και την κακομεταχείριση που αδιάλειπτα υφίσταται από τον Πότζο. Ο Λάκυ βέβαια είναι τω όντι εντέλει Lucky (= τυχερός), διότι έχει αποστερηθεί αυτοβούλως την ελευθερία του, και άρα έχει απαλλαγεί από την πιεστική ανάγκη της ανεύρεσης του νοήματος της ζωής.
Δέχεται δε, σε κάποια φάση μια περίεργη διαταγή: τον διατάζουν δηλαδή να στοχαστεί. Και αυτός απαγγέλλει απνευστί έναν απίστευτο ορυμαγδό λέξεων, που θυμίζουν φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες. Ο λόγος του πιο συγκεκριμένα, δεν έχει ειρμό και νόημα, δεν είναι καν σκέψη. Η σκέψη εξάλλου, είναι ανατρεπτική και ο δούλος, του οποίου μοναδική τροφή είναι τα αποφάγια (κόκκαλα) που του πετάει ο κύριός του, προκειμένου να παραμείνει στο διηνεκές δούλος δεν πρέπει επ΄ ουδενί να σκέπτεται, αλλά να ενστερνίζεται άκριτα και να επαναλαμβάνει αγόγγυστα τον λόγο του αφέντη. Ο τρόπος μάλιστα που «στοχάζεται» ο Λάκυ προσιδιάζει στις αρκούδες, τις οποίες διατάζουν να μιμηθούν τα τερτίπια των ανθρώπων. Προφανώς στο σημείο αυτό, ο Μπέκετ ασκεί μια έμμεση, αλλά τόσο παραστατική κριτική στους διανοούμενους. Οιστρηλατούν τα πλήθη, ευαγγελίζονται με τον λόγο τους την έλευση του διαφορετικού, του ανατρεπτικού και του ρηξικέλευθου, στο τέλος εντούτοις, ενσωματώνονται πλήρως στην υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων, στηρίζοντας με την υπογραφή τους την καθεστηκυία τάξη. Εξυπηρετούν λοιπόν τη διαιώνιση της κοινωνίας με μια ακατάσχετη φλυαρία, δίχως τη γενναιότητα των πραγματικών ρήξεων. Και το χειρότερο, συχνά ούτε καν το συνειδητοποιούν.
Ο Πότζο και ο Λάκυ συγκροτούν κατά συνέπεια από κοινού ένα εγελιανής καταγωγής ζεύγος αλληλοσημάνσεων, που επανέρχεται περιοδικά στη διάρκεια του έργου. Αυτή μάλιστα η περιοδικότητα υποδηλώνει την επανάληψη της ιστορίας, όμοιας αλλά και διαφορετικής, ανίκανης να ενθυμηθεί και να διαθέτει συνείδηση του εαυτού της, εξ ου και το ότι η επαναφορά τους δε γίνεται συνειδητή από τους ίδιους, παρά μόνο από τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν. Συνεπώς, μέσα από την περιπλοκή των σχέσεων του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, του Πότζο και του Λάκυ και όλων μαζί με τον Γκοντό, αναδεικνύεται το βασικό θέμα του κειμένου, δηλαδή η χρονικότητα του ανθρώπου.
Προς μια κοινωνιολογική «ανάγνωση» αποκλίνει θα λέγαμε η παράσταση στο βασιλικό θέατρο, στην εύγλωττη μετάφραση του Μίνωα Βολονάκη, το λιτό, ωστόσο, διαρρήδην ευρηματικό σκηνικό με τα αρμόζοντα κοστούμια του Κέννυ ΜακΛέλλαν, σε φώτα του ικανού Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στην έξοχη κίνηση του Δημήτρη Σωτηρίου και στην υπαινικτική μουσική του Μάνου Μυλωνάκη.
Ο Γιάννης Αναστασάκης είδε, άλλωστε, στον Γκοντό περισσότερο την ανθρωπογεωγραφική διάσταση του κειμένου και τόνισε έτσι ιδιαίτερα, τα αταβιστικά στοιχεία του έργου. Το Περιμένοντας τον Γκοντό του Κρατικού θεάτρου σύστησε ως εκ τούτου έναν Μπέκετ που σχολιάζει την Ελλάδα της κρίσης, της φτώχιας, της απελπισίας, της «μνημονιακής» εποχής, η οποία διψά για τη ζείδωρη και πάνω όλα κατευναστική έλευση του Μεσσία. Αυτός βέβαια δεν πρόκειται να έρθει ποτέ κι ας τον περιμένουμε διακαώς και ανυπερθέτως, όπως ακριβώς οι κεντρικοί ήρωες ο Εστραγκόν με τον Βλαντιμίρ, οι οποίοι σε στάση Πιετά (ο θρήνος της Παναγίας με τον Χριστό θανόντα) που σχηματίζουν στη σκηνή του νανουρίσματος, λίγο πριν από το τέλος, απευθύνουν μια σπαρακτικά ανεκλάλητη, ένυλη έκκληση για λύτρωση και έρμα.
Ο σκηνοθέτης μάλιστα δίνοντας στους ήρωες κλοουνίστικα χαρακτηριστικά κίνησε την παράσταση σε υψηλούς τόνους και ταχύτητες –ειδικά στο δεύτερο μέρος, οι δυο ήρωες γίνονται πιο κινητικοί και αποφασιστικοί- σκηνοθετική οδηγία που δημιουργεί ευχάριστη ένταση, δίχως, ωστόσο, να αφαιρεί τίποτα απολύτως από την εσωτερικότητα του κειμένου.
Ο έμπειρος και πολύ ικανός Γιώργος Καύκας πλάθει έναν Βλαντιμίρ στοχαζόμενο, με δραματικό βάθος, με εξαίσιες εύγλωττες σιωπές, αλλά και με αποκρυπτογραφική, πνευματώδη και συνάμα πικρή ειρωνεία, με συνεχώς διαφοροποιούμενες αποχρώσεις του λόγου του. Η ερμηνεία του πάλλεται από βάθος, φιλοσοφία και συνέπεια. Με προσεκτική και αξιοθαύμαστη άρθρωση, απόλυτα εστιασμένος στις επιταγές του ρόλου του, ο Καύκας έχει μια αδιαφιλονίκητη δυναμική και στιβαρή παρουσία σε λόγο και κίνηση.
Ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας στον ρόλο του Εστραγκόν, του πιο ξεχασιάρη και ευμετάβολου από τους δύο, που βλέπει όνειρα και μοιάζει συχνά πιο ευάλωτος, υιοθέτησε μια καταρχήν αλαφροϊσκιωτη και ονειροπόλα προσέγγιση. Με φωνή ανεπαίσθητα πιο χαμηλότονη και χροιά ελαφρώς επίπεδη, εντούτοις σαφής, δυναμικός, πιο τολμηρός και αναμφίλεκτα αντιδραστικός στις ιδέες και στις τοποθετήσεις του, αποτελεί το σχεδόν ιδανικό άλλο πόλο του διπόλου των δύο χαρακτήρων. Η ερμηνεία του διακρίνεται από ωριμότητα και αποφασιστικότητα, αρετές που πρέπει ανυπερθέτως να χαρακτηρίζουν έναν ηθοποιό, όταν αποφασίζει να αναμετρηθεί με έναν τέτοιο δύσκολο ρόλο.
Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου στον ρόλο του Πότζο, μια προσωποποίηση της εξουσίας, τόσο στην ιλαρή, όσο και στην γκροτέσκα της πλευρά. Ερμηνεύοντας με μέτρο τον ήρωα αυτόν, κατάφερε να ισορροπήσει σκηνικά με έξυπνο τρόπο, ώστε να μη γελοιοποιήσει την πρώτη του πλευρά και να μην κάνει υπερβολικά στεγανή και αποστειρωμένη τη δεύτερη.
Ο Θανάσης Ραφτόπουλος στον ρόλο του Λάκυ, του συνήθως βωβού αλλά πιστού (σαν σκυλάκι) ακολούθου του Πότζο, εντυπωσιάζει το δίχως άλλο με τη μεστότητα και τη συγκέντρωση με την οποία αντιμετώπισε τον ρόλο, που όχι μόνο δεν εκφυλίστηκε σε καρικατούρα, αλλά αναφανδόν στάθηκε ισάξιος των μεγαλυτέρων. Αποτελεί πράγματι χαρά να βλέπεις νέα παιδιά να παίρνουν τον ρόλο του ηθοποιού στα σοβαρά και να τον δουλεύουν στις λεπτομέρειες.
Τέλος, ο Φούλης Μπουντούρογλου σε ένα πολύ μικρό ρόλο, του παιδιού που έρχεται να ειδοποιήσει ότι ο κύριος Γκοντό δε θα έρθει τελικά σήμερα, οπωσδήποτε όμως αύριο, ολοκληρώνει τη σύνθεση του θιάσου. Ο Φούλης Μπουντούρογλου υποδύεται λοιπόν το παιδί που έχει πλέον μεγαλώσει, και αναντίλεκτα εντυπωσιάζει ο συμβολισμός του άρρενος αγγελιαφόρου που δεν έχει καθορισμένη ηλικία, υπογραμμίζοντας ακόμη περισσότερο το πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου, ο οποίος δε γίνεται σε γενικές γραμμές αντιληπτός από τους πρωταγωνιστές του έργου.
Συμπερασματικά, η ολική σκηνοθεσία του Γιάννη Αναστασάκη, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές συλλήβδην ερμηνείες των ηθοποιών, το εξπρεσιονιστικό σκηνικό του δρόμου πάνω στον οποίο εκτυλίσσεται η δράση και συστήνεται στο κοινό δίκην αδηφάγου στόματος, εντείνοντας με τη σύλληψή του, το αίσθημα της αιώνιας αναμονής, καταφέρνει να γεμίσει την κεντρική σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου με ένα έργο λιτό, γιατί στηρίζεται καταρχήν στα αρχετυπικά υλικά της θεατρικής σύμβασης: τους ηθοποιούς, το σανίδι, τα φώτα και τη μουσική. Το σύμβολο του δρόμου της διπλής όψεως που ανοίγεται και φτάνει μέχρι την πλατεία του θεάτρου βροντοφωνάζει άλλωστε, την αναπόδραστη αναμονή που επιτείνει η μετοχή του ενεστώτα του τίτλου, «περιμένοντας»…
Κριτική: Eυθύμιος Ιωαννίδης
Η Υπόκλιση & το Χειροκρότημα εδώ:
ένα μικρό απόσπασμα εδώ
Φωτογραφίες & video: Στέλλα Πέρπερα
Κάντε το πρώτο σχόλιο