Η ταλαντούχα σκηνοθέτις Άσπα Καλλιάνη μίλησε στο stellasview.gr και στη δημοσιογράφο Εύα Μαρά με αφορμή την παράσταση «Σπασμένο Γυαλί» του Άρθουρ Μίλλερ που σκηνοθετεί αυτή την περίοδο στο Θέατρο Αριστοτέλειον.
Όταν η ώριμη και ευφυής Μιλλερική συγγραφή συναντά την τολμηρή, ευαίσθητη και συνάμα δυναμική και ευρηματική σκηνοθετική ματιά τότε υπογράφεται η ασφαλής επιτυχία της θεατρικής μεταφοράς ενός αριστουργηματικού συγγραφικού έργου, όπως αυτό του εν λόγω Σπασμένου Γυαλιού.
Ο λόγος για τη νέα – και πολλά υποσχόμενη για το μέλλον του ποιοτικού ελληνικού θεάτρου σκηνοθέτιδα Άσπα Καλλιάνη – μια εκ των πλέον χαρισματικών, εμπνευσμένων και ευρηματικών σκηνοθετών που υπογράφει πάντα επιτυχείς θεατρικές και όχι μόνον δουλειές με δυναμικές και ευρηματικές πάντα σκηνοθετικές προσεγγίσεις.
Στο εν λόγω Μιλλερικό ψυχολογικό έργο που αναδύει την “υστερική παράλυση” (ψυχολογική προσέγγιση ενός γάμου) η σκηνοθέτις επιχειρεί τη απόδοσή της επί σκηνής με περισσή ευαισθησία και συνάμα τόλμη μέσα από μια δυναμική θεατρική προσέγγιση, όπου κυριαρχεί η ευρηματικότητα, αλλά και διάχυτα ευκρινή ψήγματα χιούμορ σε μια απόλυτη ισορροπία και δημιουργούν μια ατμοσφαιρική και άκρατου ενδιαφέροντος θεατρική παράσταση που μας δονεί συναισθηματικά, μας προβληματίζει και μας αφυπνίζει καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με όλες εκείνες τις αλήθειες που μας παραλύουν ψυχικά, τις αρρωστημένες σχέσεις μας τις πλεγμένες με φόβο ή συμφέρον μας οδηγούν στο τέλμα παραμένοντας ακίνητοι και «αιχμάλωτοι» του συμβατού, τη στιγμή που θα πρέπει να δράσουμε ενάντια στους φόβους και τα μυστικά εκείνα που μας κρατούν καθηλωμένους σε μια οδυνηρή πραγματικότητα..που δεν μας αξίζει και ξορκίζοντας το φόβο για το άγνωστο μέλλον.
Ποια αποτέλεσε την αφορμή για τη στροφή σας στο θέατρο και δη τη σκηνοθεσία – την οποία υπογράφετε επιτυχώς τα τελευταία χρόνια – δεδομένης της ενασχόλησής σας ως διακεκριμένης σεναριογράφου σε τηλεόραση, κινηματογράφο, διαφήμιση, και συγγραφέα βιβλίων; Υπήρξε κατά κάποιον τρόπο πρόκληση για εσάς;
Δεν ήταν ακριβώς στροφή. Ήταν σαν φυσικό προχώρημα. Έλεγα μια ιστορία πάνω τις δυο διαστάσεις της σελίδας και μετά να συνέχισα να λέω την ίδια ιστορία πάνω στις τρεις διαστάσεις της σκηνής. Από την ίδια πηγή αντλώ πάντα, από την ίδια ανάγκη. Το μόνο που αλλάζει είναι πως με την σκηνοθεσία χρειάζεται να περιορίζω την εσωστρέφεια και την αυτονομία μου, περιορισμοί που με δυσκολεύουν και με εξελίσσουν.
Πώς ερμηνεύετε το αντιφατικό γεγονός της ολοένα δημιουργίας νέων θεατρικών σχημάτων εν καιρώ κρίσης, ανεργίας ιδιαιτέρως στο χώρο της τέχνης και του θεάτρου, καθώς και πνευματικής πενίας;
Σε καιρό ευμάρειας οι νέοι έπρεπε να διαλέξουν: ή θα έβρισκαν μια «σίγουρη» επικερδή δουλειά ή θα ακολουθούσαν τα όνειρά τους. Πολλές φορές αυτά τα όνειρα είχαν να κάνουν με την τέχνη γιατί οι νέοι έχουν μεγάλη ανάγκη να εκφραστούν μέσω αυτής. Η κρίση μαζί με όλα τα δεινά που τους έφερε, τους έκανε και το «δώρο» να μην χρειάζεται να διαλέξουν. Δεν υπάρχει πια σίγουρη δουλειά. Δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο. Οπότε απελευθερωμένοι πια φτιάχνουν τις ομάδες τους, ανεβάζουν τις παραστάσεις τους, κάνουν τις πνευματικές αναζητήσεις τους, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα. Πρέπει να είμαστε όλοι περήφανοι για τις προσπάθειές τους και για το τσαγανό τους. Δεν είναι εύκολο να κολλάς μόνος σου τις αφίσες σου και να προσπαθείς να γεμίσεις μία αίθουσα χωρίς καμία στήριξη από παραγωγό. Είναι γενναίοι και τους θαυμάζω.
Ποια η γοητεία της ενασχόλησης με την τέχνη και δη τη σκηνοθεσίας, πιστεύετε;
Ο καθένας που δημιουργεί κάτι, από ένα κάστρο στην άμμο μέχρι μια παράσταση έχει τις δικές του ανάγκες, εγγραφές, που καλύπτει εκείνη την στιγμή. Γοητεύεται από άλλα πράγματα. Κάποιος λέει «θα φτιάξω το μεγαλύτερο κάστρο στην άμμο που έχει φτιαχτεί ποτέ», κάποιος άλλος «θα φτιάξω ένα κάστρο για να κρυφτώ μέσα του», άλλος «αυτό το κάστρο θα το κάνω δώρο στην Τασούλα». Το σημαντικό είναι να υπάρχει στην ζωή κάτι που μας κινεί να δράσουμε και να δημιουργήσουμε, και αν δεν υπάρχει να το εφεύρουμε. Στην ανάγκη, ας εφεύρουμε μια Τασούλα.
Για ποιον ιδιαίτερο λόγο προχωρήσατε στην επιλογή του εν λόγω έργου “Σπασμένο Γυαλί”; Που, εκτιμάτε, έγκειται η σπουδαιότητα, αλλά και η επικαιρότητα – διαχρονικότητα του μιλλερικού έργου;
Τα τελευταία χρόνια, όσο πιο αδύναμοι γινόμαστε, οικονομικά, πολιτικά, συναισθηματικά, τόσο πιο ακίνητοι στεκόμαστε απέναντι σε ό,τι μας αποδυναμώνει. Σαν να τα έχουμε χαμένα με τόση πληροφορία γύρω μας και να μην ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε. Αυτό μπορεί να συμβεί σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Σε έναν γάμο, σε μία σχέση και σε μια χώρα ολόκληρη. Νομίζουμε πως αν σταθούμε ακίνητοι θα αποφύγουμε τα σκάγια ενώ το μόνο που μπορεί τελικά να μας σώσει είναι η μετακίνηση. Να φύγουμε από την θέση του θύματος και να συνειδητοποιήσουμε τις απεριόριστες δυνατότητές μας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο Σπασμένο Γυαλί. Ο Μίλλερ προσπαθεί να μας αφυπνίσει, να πούμε τα όχι μας εκεί που πρέπει, να βάλουμε τα όριά μας, να ακούσουμε το σώμα μας και τις ανάγκες του. Και όταν δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τον «εχθρό» τουλάχιστον να μην λέμε ψέματα στον εαυτό μας ότι είναι φίλος μας. Γιατί αυτό είναι που μπορεί να μας αρρωστήσει. Όχι ο εχθρός, η άρνησή μας να κάνουμε μια ειλικρινή αποτύπωση της πραγματικότητας.
Τα τελευταία χρόνια, όσο πιο αδύναμοι γινόμαστε, οικονομικά, πολιτικά, συναισθηματικά, τόσο πιο ακίνητοι στεκόμαστε απέναντι σε ό,τι μας αποδυναμώνει.
Αγγίξατε με περισσή ευαισθησία σκηνοθετικά το κυρίαρχο θέμα της ψυχικής κατάρρευσης μέσα από το επιτυχές τρίπτυχο: ναζισμός – ρατσισμός- ενδοοικογενειακή βία. Ποια δυσκολία ενείχε η απόδοσή της επί σκηνής;
Η πρόκληση αυτού του έργου –δεν θα το ονόμαζα δυσκολία- είναι πως η βία υπάρχει παντού χωρίς να φαίνεται καθόλου. Δεν υπάρχει ούτε μια βίαιη σκηνή στο έργο κι όμως όλοι οι ήρωες είναι τα θύματα μιας κακοποιητικής κοινωνίας. Στο πρώτο μέρος του έργου όλα τα στοιχεία της κακοποίησης βρίσκονται κάτω από το χαλί. Στο δεύτερο μέρος του έργου, ο γιατρός Χάιμαν σηκώνει επιτέλους του χαλί και όποιος από τους ήρωες αντέξει αυτό που θα δει από κάτω δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος.
Τα έργα που επιλέγετε να σκηνοθετήσετε είναι κατά κόρον κοινής θεματολογίας: σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου. Υπήρξε συμπτωματικό ή είναι σκόπιμη η επιλογή αυτή της κοινής θεματολογίας προσέγγισης;
Νομίζω είναι κάτι που με κυνηγάει από μικρό παιδί. Όταν έβλεπα στο σχολείο τον «αρχηγό» να βάζει άδικους κανόνες ή να διώχνει κάποιο παιδί από την ομάδα πήγαινα και έπαιζα ξύλο μαζί του. Τώρα πια δεν παίζω ξύλο. Τώρα γράφω και σκηνοθετώ έργα ενάντια στον άδικο αρχηγό.
Πρόκειται, ομολογουμένως για ένα έργο βαθιά ανθρώπινο και πλέον συγκινητικό με διάχυτα ψήγματα χιούμορ. Ποια η προσωπική σκηνοθετική καινοτομία, το δικό σας σκηνοθετικό εύρημα στο έργο;
Δεν θα το ονόμαζα καινοτομία. Όμως διαβάζοντας το έργο ήρθε μπροστά μου η εικόνα ενός ελαφιού που στέκεται ακίνητο μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου. Είναι αυτό που παθαίνουμε όλοι όταν μας παραλύει ο φόβος. Είναι αν θέλετε η δική μου «διάγνωση» για την παράλυση της κεντρικής ηρωίδας του έργου. Και σκηνοθέτησα την παράσταση έχοντας πάντα αυτό το ελάφι ως γνώμονα, που τελικά δεν άντεξα και το πρόσθεσα και στο κείμενο. Νομίζω πως του αρέσει και του Μίλερ.
Κοιτάζω πολύ συχνά τα μάτια των θεατών όταν βγαίνουν από την αίθουσα. Αν μέσα στα μάτια τους «τρέχουν» ακόμα σκηνές από το έργο, φαίνεται.
Τελικά υπάρχει Κάθαρση, όταν οι “τραγικοί” ήρωες συναντούν στο τέλος την πιο γενναία εκδοχή του εαυτού τους;
Ναι. Δεν είναι ότι αυτήν την εκδοχή του εαυτού μας την βρίσκουμε μια φορά και την κρατάμε για πάντα. Μακάρι να ήταν έτσι. Την γενναία μας εκδοχή την ξαναχάνουμε, πολλές φορές. Όμως, όσο πιο συχνά την συναντάμε, τόσο πιο βαθιά καταγράφεται στα κύτταρά μας. Έτσι είναι πιο εύκολο την επόμενη φορά να την θυμηθούμε και να την ανακαλέσουμε μόλις βρεθούμε σε κατάσταση μεγάλης ανάγκης.
Ποια είναι η πιο συγκινησιακού πεδίου δυνατότερη στιγμή της παράστασης;
Σε αρκετές από τις παραστάσεις μας ακούγονται στην διάρκειά τους πέντε χειροκροτήματα από το κοινό. Είναι σε στιγμές δυνατής συγκίνησης. Τις τρεις στιγμές τις είχα «ανακαλύψει» από την πρόβα. Τις άλλες δύο, τις ανακάλυψαν μόνοι τους οι θεατές μαζί με τους ηθοποιούς. Για αυτές τις δύο είμαι πιο χαρούμενη απ’ όλες.
Ποιο αποτελεί το προσωπικό σκηνοθετικό σας ζητούμενο στη παράσταση, αλλά και γενικότερα;
Κοιτάζω πολύ συχνά τα μάτια των θεατών όταν βγαίνουν από την αίθουσα. Αν μέσα στα μάτια τους «τρέχουν» ακόμα σκηνές από το έργο, φαίνεται. Είναι αυτό το μικρό «χάσιμο» που έχουμε όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Όταν κάποιος μας μιλάει και εμείς σκεφτόμαστε άλλα. Όταν βλέπω αυτά τα μάτια ξέρω πως κάτι κάναμε σωστά. Συνδεθήκαμε όλοι μαζί σε ένα σύμπαν. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Το επόμενο σκηνοθετικό ή άλλο βήμα έχει δρομολογηθεί;
Δρομολογούνται πολλά. Πρέπει όμως να συνδυάσω την σεναριογραφία με την σκηνοθεσία προκειμένου να ζήσω αξιοπρεπώς, πράγμα που με κρατάει για μεγάλες περιόδους μακριά από την σκηνή.
Εν κατακλείδι, πώς αξιολογείτε το θεατρικό γίγνεσθαι σήμερα εν καιρώ κρίσης; Σε ποιο βαθμό έχει εισβάλει η κρίση στο σημερινό θέατρο και την τέχνη; Σε ποιο βαθμό αντίθετα λειτουργεί η Τέχνη ως αντίδοτο στην Κρίση;
Τον καιρό της μεγάλης κρίσης το θέατρο όχι μόνο επιβίωσε αλλά γίνανε και περισσότερες παραστάσεις. Τώρα που λένε ότι η μεγάλη κρίση πέρασε, εγώ λέω ότι απλώς την συνηθίσαμε, υπάρχει μικρότερη προσέλευση του κοινού. Οι θεωρίες για την μικρότερη προσέλευση είναι πολλές (καλύτερες σειρές στην τηλεόραση, μεγαλύτερη καλοκαιρινή περίοδος, πολλές καλοκαιρινές περιοδείες κοκ). Εγώ πιστεύω ότι το κοινό εκπαιδεύτηκε πολύ όλα αυτά τα χρόνια και «απαιτεί» πια την αξία. Θα πάει στις παραστάσεις που έχουν αξία. Αυτές πάντα θα γεμίζουν. Το κοινό ξέρει πλέον καλύτερα από ποτέ.
Συνέντευξη: Εύα Μαρά
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Η Υπόκλιση & το Χειροκρότημα εδώ
video: Στέλλα Πέρπερα
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Σπασμένο Γυαλί» θα βρείτε εδώ
Βρείτε μας στα social media του Stellasview:
Facebook: https://www.facebook.com/Stellasview-1549199718743717/
Instagram: https://www.instagram.com/stellasview.gr/
Youtube: https://www.youtube.com/c/StellaPerpera
Twitter: https://twitter.com/StellaPerpera
Κάντε το πρώτο σχόλιο