Η φιλόλογος και γνωστή συγγραφέας Ασημένια Σαράφη μίλησε στο stellasview.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη.
Η Ασημένια Σαράφη γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου, όπου και διαβιοί, είναι απόφοιτος του τμήματος της φιλολογίας του Αριστοτοτέλειου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και είναι ενεργεία εκπαιδευτικός. Έχει γράψει διηγήματα και τρία μυθιστορήματα. Με αφορμή μάλιστα τη συγγραφική της ιδιότητα είχαμε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία.
Ο Άμος Οζ γράφει στην «Ιστορία αγάπης και σκότους πως «μέσα από τα βιβλία μαθαίνεις την ποικιλομορφία και την πολυπλοκότητα της ζωής… Τα βιβλία σου ξεκλειδώνουν τα μυστικά του κόσμου… Σε ταξιδεύουν… Σου δείχνουν εναλλακτικές…». Πότε ξεκίνησε για εσάς το ταξίδι της συγγραφής;
Ξεκίνησα να γράφω ποιήματα όταν πήγαινα γυμνάσιο, αρχικά σε δεκαπεντασύλλαβο, αργότερα σε στίχο ελεύθερο, που ήταν και πιο απελευθερωτικός. Αργότερα, στο λύκειο και τα πρώτα έτη του πανεπιστημίου, έπιασα να γράφω ιστορίες, τις οποίες έδενα με σπιράλ στα φωτοτυπάδικα της Μελενίκου, και τις δώριζα στους φίλους μου, κάθε που είχαν γενέθλια ή και με άλλες αφορμές. Άλλες από αυτές ήταν αυτοβιογραφικές και άλλες σουρεαλιστικές. Και κάπως έτσι συνειδητοποίησα πως μπορώ να φτιάχνω ιστορίες, που ίσως και να είναι κάπως συμπαθητικές.
Έχετε γράψει τρία μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Αν σας ζητούσαν να διαλέξετε ένα από τα βιβλία σας, για να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;
Νομίζω το Platanus Orientalis. Οι αναγνώστες του μου έχουν πει ότι ενόσω το διάβαζαν, το έβλεπαν σε ταινία στο μυαλό τους. Όλοι εκείνοι οι ήρωες, τα σπίτια τους, τα τοπία, η εποχή. (Σημειωτέον, ότι αποφεύγω να βλέπω τις κινηματογραφικές μεταφορές των αγαπημένων μου βιβλίων. Μία αποτυχημένη μεταφορά με στενοχωρεί κατάφωρα. Και με θυμώνει. Μία επιτυχής μεταφορά, από την άλλη, είναι πάντα υποδεέστερη του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε.)
Ποιοι είναι οι συγγραφείς που αγαπάτε ιδιαίτερα, θαυμάζετε και ενδεχομένως σας έχουν επηρεάσει; Υπάρχουν κάποια βιβλία, στα οποία επιστρέφετε συχνά πυκνά και αποτελούν κάτι σαν βάση για σας;
Είναι πολλοί οι συγγραφείς που εκτιμώ. Κάθε που τους διαβάζω κιτρινίζω από τη ζήλεια μου, που έχουν την ικανότητα να γράφουν τόσο σπουδαία κείμενα. Και, ασφαλώς, υποκλίνομαι στο ταλέντο τους. Απολαμβάνω πολύ να διαβάζω τα διηγήματα του Τσέχοφ, τα βιβλία του Ρέι Μπράντμπερι (νομίζω πως τα Χρονικά του Άρη είναι ένα από τα σπουδαία βιβλία του 20ου αιώνα), τον Εντουάρντο Γκαλεάνο, γιατί στα κείμενά του συνδυάζει με τρόπο μοναδικό το ποιητικό με το πολιτικό, τον Γιόζεφ Ροτ, τον Ισαάκ Μπάμπελ (εξαιρετική και σχεδόν λησμονημένη περίπτωση), αλλά και άλλους, λατινοαμερικάνους κυρίως συγγραφείς, όπως ο Κάρλος Φουέντες και ο Χούλιο Κορτάσαρ. Ο κατάλογος αυτός είναι μεγάλος. Όσο για το αν με έχουν επηρεάσει; Όλες οι αναγνώσεις είναι ρεύματα νερού που κυλούν και λειαίνουν, μοιραία και ανεπίγνωστα, τις κροκάλες του μυαλού μας.
Πιστεύετε πως η συγγραφή είναι αποτέλεσμα ταλέντου ή και άσκησης; Συγγραφέας γεννιέται ή και γίνεται κανείς παρακολουθώντας ενδεχομένως μαθήματα δημιουργικής γραφής;
Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να διεξάγονται τόσα και τόσα σεμινάρια δημιουργικής γραφής κι εκείνο που τα τροφοδοτεί και το οποίο προκαλεί εντύπωση είναι η σφοδρή επιθυμία που διακατέχει μία ικανή μερίδα ατόμων να περιβληθούν κάποια στιγμή την ιδιότητα του συγγραφέα. Θα μου πεις, είναι κι εκείνοι που αγωνιούν να ακονίσουν την εκφραστικότητά τους. Τι το κακό έχει η άσκηση που θα συντελέσει στην όσο το δυνατόν επιτυχέστερη έκφραση; Μπορείς να το δεις και ως μία ωφελιμότατη δραστηριότητα. Πάντως, τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, έχω την εντύπωση, πως δεν «παράγουν» συγγραφείς, αλλά δημιουργικώς γράφοντες, οι οποίοι ίσως και να συγγράψουν στο μέλλον κάτι πραγματικά αξιόλογο. Αλλά, αν η συγγραφική δεινότητα είναι αποτέλεσμα ταλέντου και μόνον, τι να σου κάνει το μάθημα; Το μάθημα μόνο θα σε ασκήσει. Δύσκολο το ερώτημα. Ούτε το ταλέντο μόνο φτάνει ούτε και η άσκηση. Επίσης ούτε γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι συγγραφέας. Η απάντηση εντοπίζεται στις ενδιάμεσες περιοχές. Και μετακινείται σαν το φωτεινό ίχνος ενός στιλό λέιζερ και μονίμως θα μας διαφεύγει.
Όλες οι αναγνώσεις είναι ρεύματα νερού που κυλούν και λειαίνουν, μοιραία και ανεπίγνωστα, τις κροκάλες του μυαλού μας.
Οι κριτικοί σ’ όλα τα είδη της τέχνης διαμορφώνουν το επίπεδο, κατακρεουργούν ή αποθεώνουν καλλιτέχνες. Τελικά πόση σημασία έχει η παρουσία κριτικών στους τομείς της τέχνης και κατά πόσο μπορεί να λειτουργεί αμερόληπτα αυτή, σε μια εποχή ιδίως όπου τα πάντα διαβρώνονται;
Η κριτική είναι πάντα και σε όλες τις μορφές τέχνης χρήσιμη.Οι κριτικοί επιτελούν το απαιτητικό και πολύτιμο πράγματι έργο τους πατώντας στη γνώση και την εμπειρία τους, κι έτσι καθοδηγούν το κοινό, επισημαίνουν το αξιόλογο, διατυπώνουν εναργέστερα τα ζητήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ένα έργο, επικροτούν ή προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους. Κι όλα αυτά, εφόσον δεν αποτελούν μέλη ομφαλοσκοπικών και ελιτίστικων παρεών, που γαβγίζουν κάτω από το φεγγάρι των μελών μίας αντίπαλης, εξίσου ίσως, ομφαλοσκοπικής παρέας. Όταν δεν γράφουν για τους φίλους ή εκείνους που δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ φίλοι τους, είναι γνησιότεροι. Αρκεί να βρουν κι ένα βήμα απ’ όπου να εκθέσουν τις απόψεις τους. Πόσα βιβλιοφιλικά ένθετα επιβίωσαν στις εφημερίδες της μετά – την – κρίση εποχής; Από ελάχιστα έως καθόλου. Η κριτική μοιάζει πλέον να επαφίεται στη χαώδη ρευστότητα του διαδικτύου. Ψύλλοι στ’ άχυρα, δηλαδή. Όπου κάποιες φορές οι ψύλλοι είθισται να μεταμορφωθούν σε άχυρα και αντιστρόφως.
Πέρα από πολύ καλή συγγραφέας, εργάζεστε και ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση επί αρκετά έτη. Πώς προσπαθείτε να μεταγγίσετε στους μαθητές σας τα νάματα του γραπτού λόγου έτσι ώστε να αγαπήσουν τη λογοτεχνία πέρα από τα όρια που θέτει το εκπαιδευτικό μας σύστημα;
Στο ερώτημα τι θέλω να κάνω, όταν με το καλό μεγαλώσω, απαντούσα κάποια μακρινή εποχή πως θέλω να γίνω σύμβουλος λογοτεχνικών αναγνωσμάτων, να λέω δηλαδή στον κόσμο ποια βιβλία αξίζει να διαβάσει. Οπότε και οι σπουδές λογοτεχνίας ήταν για μένα μονόδρομος. Ως εκ τούτου, χαίρομαι που κάθε μέρα μπαίνω στην τάξη και διαβάζω και συζητώ με τα παιδιά λογοτεχνικά κείμενα (αποφεύγω το ρήμα «διδάσκω» σκοπίμως στο σημείο αυτό). Η αποσπασματικότητα των ανθολογίων των κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας (η ξένη λογοτεχνία απουσιάζει σχεδόν παντελώς από την ύλη της λογοτεχνίας) είναι ασφαλώς εξόχως αποθαρρυντική, οπότε και ψάχνω τρόπους να χωρέσω την ανάγνωση ολόκληρου μυθιστορήματος ή μιας συλλογής διηγημάτων στη διάρκεια της χρονιάς, είτε κατά την εκπόνηση κάποιου εκπαιδευτικού προγράμματος ή κάποιας ερευνητικής εργασίας με λογοτεχνικό θέμα και περιεχόμενο. Συνήθως, βέβαια, ο χρόνος δεν αρκεί, οπότε καταφεύγω και σε άλλους αυτοσχεδιασμούς και ταχυδακτυλουργίες. Αλλά, πρωτίστως, δε χάνω τον ενθουσιασμό μου. Να τους μιλώ με ενθουσιασμό και να τους τον μεταγγίζω. Κι αν κάποια απ’ αυτά τα παιδιά καταλήξω να τα ενθουσιάσω και γίνουν αναγνώστες στο μέλλον τους, θα είναι αυτή η μεγάλη ανταμοιβή του επίδοξου συμβούλου αναγνωσμάτων που εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.
Γράφω επειδή μου ετέθη ένα ερώτημα και οφείλω να το απαντήσω.
Ποια είναι η άποψή σας για τα ηλεκτρονικά βιβλία; Πιστεύετε πως αποτελούν βάσιμη απειλή για τη βιωσιμότητα του παραδοσιακού βιβλίου;
Ποτέ δε θεώρησα πως τα ηλεκτρονικά βιβλία είναι απειλή για το παραδοσιακό βιβλίο. Βιβλία είναι κι αυτά και μακάρι το κοινό τους να είναι πολυάριθμο. Και ίσως οι μελλοντικές γενιές να προκρίνουν την ανάγνωση των ηλεκτρονικών βιβλίων, επειδή είναι οικολογική, επειδή εξοικονομεί χώρο ή για όποιους άλλους λόγους προτάξουν. Το επίμαχο και το ουσιαστικό είναι η ανάγνωση και η ανάγκη καταφυγής σε αυτήν, η αναγνωστική περιέργεια, η απόλαυση που αποκομίζει ο αναγνώστης. Γιατί πόσο απέχει, άραγε ο ακροατής των αοιδών της αρχαιότητας από τον σύγχρονο αναγνώστη ηλεκτρονικών βιβλίων; Και ο μεν και ο δε εξυπηρετούν την ίδια και αυτή ανάγκη: να έρθουν σε επαφή με μία ιστορία, να παρακολουθήσουν την πλοκή της, και, με την ολοκλήρωσή της, να στοχαστούν αναφορικά μ’ αυτή και να την αξιολογήσουν.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελα να μου πείτε: υπάρχουν άραγε πρωτογενή οφέλη για τον συγγραφέα; Κυρία Σαράφη, γιατί γράφετε, το έχετε απαντήσει;
Είμαι μάλλον το πλέον ακατάλληλο άτομο να μιλήσω για πρωτογενή οφέλη. Κι εγώ αναρωτιέμαι ποια είναι ή ποια θα μπορούσε να είναι αυτά. Η αναγνώριση; Τα χρήματα; Η αυτοπραγμάτωση; Έχουν γραφτεί τόσο πολλά και σπουδαία βιβλία ανά τους αιώνες, που ένας επίδοξος ή δόκιμος συγγραφέας με, κατά το μάλλον ή ήττον, μελαγχολική και απαισιόδοξη φύση, να πει: καλύτερα εγώ τώρα να το βουλώσω και να ασχοληθώ με τον κήπο μου, φύτεμα, σκάλισμα, πότισμα. Πιο σύντομα και σίγουρα θα ανθίσουν οι πανσέδες μου από το μυθιστόρημά μου. Αλλά, ακόμη κι αν το πουν αυτό και γίνουν οι πλέον επιτυχημένοι κηπουροί του κήπου τους, ίσως και πάλι να κάτσουν και κατιτί στο τέλος να γράψουν. Επειδή έχουν κάτι να πουν. Κάτι να ερευνήσουν. Κάποια ερωτήματα να απαντήσουν, της εποχής, της χώρας, της κατάστασης εντός της οποίας διαβιούν. Εγώ γι’ αυτόν τον λόγο γράφω, όποτε γράφω: επειδή μου ετέθη ένα ερώτημα και οφείλω να το απαντήσω. Η ιστορία που θα αφηγηθώ θα εμπεριέχει τον προβληματισμό, τη συλλογιστική πορεία και μια κάποια απάντηση. Έως ότου τεθεί ένα νέο ερώτημα. Γράφω, επομένως, γιατί χρειάζομαι απαντήσεις. Και τις απαντήσεις αυτές μού τις δίνουν μονάχα οι ιστορίες. Τόσο οι δικές μου, όσο και των άλλων.
Ευχαριστώ πολύ τη συνάδελφο φιλόλογο και καταξιωμένη συγγραφέα Ασημένια Σαράφη για τις πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις της και της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία με ό,τι και αν καταπιαστεί!
Συνέντευξη: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Κάντε το πρώτο σχόλιο