Η ταλαντούχα και βραβευμένη ηθοποιός και σκηνοθέτις Έλενα Μαυρίδου μίλησε στο stellasview.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη με αφορμή την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» την οποία σκηνοθετεί και ανεβαίνει στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών στο πλαίσιο του 5ου Φεστιβάλ Δάσους.
Στην Ελλάδα το “Περιμένοντας τον Γκοντό” πρωτοπαρουσιάστηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 1965 και έκτοτε ανεβαίνει, προσελκύοντας ανελλιπώς το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος κοινού. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα έργο όπου τίποτα δε συμβαίνει και εντούτοις κρατάει αναμφήριστα τους θεατές καρφωμένους στο κάθισμά τους. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτή η αντιφατική επιτυχία του έργου;
Η αγωνία του Μπέκετ για τον άνθρωπο, τον οδήγησε σε ένα έργο παραβολή για την ανθρώπινη ύπαρξη. Το έργο δεν ακολουθεί μια γραμμική εξέλιξη γεγονότων. Η δεύτερη πράξη δεν είναι φυσική προέκταση της πρώτης. Είναι ένα καθρέφτισμά της. Ό,τι εγκαθιδρύεται στην πρώτη πράξη, επανεμφανίζεται ελαφρώς παραλλαγμένο ή και ίδιο στη δεύτερη πράξη. Το μαρτύριο των ηρώων είναι να περιμένουν για πάντα έναν κάποιον κύριο Γκοντό που δεν έρχεται. Όπως όλοι μας, περιμένουν κάτι να τους σώσει. Κάτι που δεν έρχεται ποτέ. Ενώ, λοιπόν, ο χρόνος στο έργο κινείται μπροστά, μοιάζει να μετακινείται ελάχιστα από τον εαυτό του. Ο χρόνος, λοιπόν, υπάρχει, κινείται και γεμίζει με ανούσια πράγματα που, όμως, για μας είναι σημαντικά για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Αυτό είναι ένα επανασταστικό είδος δραματουργίας για την εποχή του Μπέκετ που ακόμη και σήμερα προκαλεί καθήλωση στο θεατή γιατί παίζει με τον πραγματικό και σκηνικό χρόνο, προκαλώντας τις αισθήσεις και το μυαλό μας. Ο χρόνος μοιάζει να μην υπάρχει, αλλά είναι εκεί, παραλλαγμένος. Ποτέ δεν μπορείς να «βολευτείς» ψυχικά, με μια τέτοιου τύπου δραματουργία. Προκαλεί μια μόνιμη αμηχανία για το τι θα συμβεί παρακάτω όσο ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν περιμένουν.
Η ενασχόλησή σου με το έργο είναι το δίχως άλλο μια συνομιλία με τις θεματικές του, ενώ η υποβλητική σκηνοθεσία σου δημιουργεί έναν πολλαπλασιασμό στον αρχικό πυρήνα του. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε αλήθεια να αναμετρηθείς με το σπουδαίο αυτό έργο;
Η σκηνοθεσία δημιουργεί έναν πολλαπλασιασμό στον αρχικό πυρήνα του έργου γιατί η επιθυμία μου ήταν να ερευνήσω την έννοια του απείρου στη σκηνή. Το ερώτημα: Πώς θα μπορούσαμε να δούμε στη σκηνή τις πολλές πραγματικότητες του ίδιου ατόμου; Κατ’ επέκταση του εαυτού μας, γυρνούσε πολύ καιρό στο κεφάλι μου. Πολλαπλασιάζοντας, λοιπόν, του ήρωες τους έργου, θέλησα να δημιουργήσω ένα σύμπαν στο οποίο τελικά να μπορεί κανείς να αναρωτηθεί εάν η ζωή μας είναι ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο. Αυτό που μου έδωσε την ώθηση να προχωρήσω ήταν η δυνατή γραφή του έργου και το χιούμορ των χαρακτήρων του. Η κωμικότητα με την οποία οι χαρακτήρες του συζητούν, για σοβαρά ζητήματα της ύπαρξης του ανθρώπου. Η απλότητα, η καθαρότητα και η σαγηνευτική παραδοξότητά του.
Η παράσταση απέσπασε καταρχήν διθυραμβικές κριτικές και έχει το δίχως άλλο κερδίσει τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς. Παρακολουθείς τις θεατρικές κριτικές και αν ναι, πόσο σε επηρεάζουν;
Οι κριτικές που έχουν μια δημιουργική σκέψη πάνω στις προτάσεις των καλλιτεχνών, έχουν πάντα πολύ ενδιαφέρον να τις διαβάσει κανείς. Η επιρροή που σου προκαλούν εξαρτάται πάντα απ’ τις ανησυχίες τις οποίες έχεις, καθώς τις διαβάζεις. Όταν είσαι νεότερος μπαίνεις στη διαδικασία να τις διαβάσεις με μεγαλύτερο πάθος, κάπου λίγο χαίρεσαι με τις θετικές κριτικές κάπου λίγο λυπάσαι με τις αρνητικές, δεν είναι ωφέλιμο να σου συμβεί –πολύ–, τίποτα από τα δυο. Καθώς μεγαλώνεις, αποκτάς την ψυχραιμία να διαβάζεις χωρίς συναισθηματισμούς. Όταν μια κριτική εμπεριέχει γνώση και προσοχή πάνω στο έργο σου, ανεξάρτητα απ’ το αν είναι θετική ή αρνητική, τότε μπορεί να προκύψει δημιουργικός διάλογος.
Παρόλο που ο Μπέκετ αρνιόταν κάθε ερμηνεία απέναντι στην υπόσταση του Γκοντό, εσύ ποια εννοιολογική προσέγγιση έχεις στο μυαλό σου για το τι συμβολίζει ο Γκοντό;
Ο Μπέκετ δεν απάντησε ποτέ στους κριτικούς και στους θεωρητικούς για το ποιος είναι ο Γκοντο. Άφησε το ερώτημα να πλανιέται μέσα στα χρόνια. Το ερώτημα ποιος είναι δεν έχει νόημα, όπως έλεγε και ο ίδιος. Το περιμένοντας τον, είναι το σημαντικό. Έναν Γκοντό περιμένουμε οι άνθρωποι για να μας σώσει. Για μένα ο Γκοντό, έχει σχέση με το άπειρο. Ο Γκοντό περιμένει έναν άλλο Γκοντό να τον σώσει και εκείνος με τη σειρά του έναν άλλον. Και μάλλον μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ αυτό. Δεν μπορούμε να φτάσουμε στον πρώτο Γκοντό, όπως δε θα μάθουμε ποτέ πού τελειώνει ο κόσμος.
Αναρωτιέμαι σου ταιριάζει άραγε η μπεκετική κοσμοαντίληψη ή έχεις κάποια άλλη στάση ζωής απέναντι στα πράγματα και τα γεγονότα που ζούμε;
Η αισιοδοξία και η πίστη μου στον άνθρωπο, με οδηγεί σε θέληση και ενδιαφέρον για ζωή. Από την άλλη, μια πιο ρεαλιστική οπτική μου γεννά την απαισιόδοξη σκέψη ότι πολλά από αυτά που ζούμε μοιάζουν να μην έχουν νόημα. Αυτό το δίπολο με οδηγεί περισσότερο στο να αναζητώ το ίδιο το νόημα της ζωής. Νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι μοιάζουμε λίγο – πολύ με τους χαρακτήρες του Μπέκετ.
Οι ήρωες του έργου είναι καταδικασμένοι να βιώνουν τη μυστηριώδη ιδέα της αιώνιας επιστροφής αδυνατώντας να συλλάβουν τη ζείδωρη και ανακουφιστική θεώρησή της απέναντι στη ζωή, τον θάνατο και την αιωνιότητα. Στην ερώτηση τι έχεις ξορκίσει με την ενασχόλησή σου με την τέχνη και δη με το θεατρικό γίγνεσθαι, τι θα απαντούσες;
Σαν τους χαρακτήρες του έργου, έχω ξορκίσει την απάθεια και την παραίτησή μου απ’ τη ζωή.
Οι ήρωες του έργου περιμένουν τον Γκοντό. Εσύ τι προσδοκάς να σου φέρει το μέλλον;
Λιγότερη ανησυχία περί ύπαρξης, περισσότερη ειρήνη με την ιδέα του θανάτου. Περισσότερες στιγμές που δεν περιμένω και δε θα ελπίζω τίποτα. Υποφέρω από αισιοδοξία. Νομίζω πως είναι μια μορφή μελαγχολίας η αισιοδοξία, μια μορφή εσωτερικής αυτοκτονίας, που μεγαλώνει τη θέληση και τη φαντασία σου, αλλά μπλοκάρει την ευφυΐα σου για το παρόν. Οι ρεαλιστές νομίζω καταφέρνουν να ακονίσουν περισσότερο την ευφυΐα τους σε σχέση με τη πραγματικότητα που ζούμε.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη με το έργο του ο Σάμιουελ Μπέκετ κατάφερε και έμεινε στο πάνθεον της διανόησης. Περνώντας τα χρόνια τι θα ήθελες να γράφει ύστερα από χρόνια το βιβλίο του ελληνικού θεάτρου, δίπλα στο όνομά σου;
Θα μου άρεσε να γράφει πως έχω εμπνεύσει με την ενασχόλησή μου με το θέατρο, έναν άνθρωπο. Αυτό, όμως, δε θα το βρίσκαμε απαραίτητα γραμμένο στο βιβλίο του ελληνικού θεάτρου.
Συνέντευξη: Eυθύμιος Ιωαννίδης
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Ευχαριστώ θερμά την Έλενα Μαυρίδου για την ενδιαφέρουσα συνομιλία μας και της εύχομαι καλή καλλιτεχνική πορεία!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση“Περιμένοντας τον Γκοντό” μπορείτε να βρείτε εδώ
Χορηγός Επικοινωνίας: www.stellasview.gr
Κάντε το πρώτο σχόλιο