Η ταλαντούχα ηθοποιός Χρύσα Κοτταράκου μίλησε στο stellasview.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη με αφορμή την παράσταση «Ο Εραστής» του Χάρολντ Πίτερ που ανεβαίνει στο θέατρο Τ.
Ο Κούντερα στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» αναφέρει πως εκείνος που επιλέγει μια σταδιοδρομία ηθοποιού κάνει με τη θέλησή του, το κοινό κριτή του, με την αφελή και ομολογημένη βεβαιότητα πως είναι σε θέση να κερδίσει την εύνοιά του. Κατά γενική ομολογία έχεις κερδίσει την εύνοια του κοινού, πότε, ωστόσο, ομολόγησες στον εαυτό σου πως θα ήθελες να δοκιμαστείς στην πρόκληση αυτή;
Υπάρχει σαφώς κάτι πολύ μυστήριο στο να παρουσιάζεις δημόσια ένα έργο που έχεις φτιάξει, και θυμάμαι να υπάρχει αυτή η ανάγκη από τότε που ήμουν παιδί ακόμα. Φαίνεται πως είναι δείκτης, πρώτα απ’ όλα, για να καταλάβεις ο ίδιος το σημείο που βρίσκεσαι σε σχέση με αυτό που κατασκευάζεις. Βέβαια, νομίζω ότι η συνάντηση με αυτήν την πρόκληση μόλις που έχει αρχίσει να μου συμβαίνει συνειδητά – με την έννοια ότι τώρα αρχίζω και αποκτώ αίσθηση του τι συμβαίνει σε έναν θεατή την ώρα που με παρακολουθεί. Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς σημαίνει να κερδίζει κανείς την εύνοια του κοινού, πάντως η μεγαλύτερη πρόκληση συμβαίνει για μένα την ώρα της παράστασης, κι έχει να κάνει με το πόσο κουνιούνται οι θεατές στις θέσεις τους. Όσο πιο ακίνητοι είναι, τόσο περισσότερο αισθάνομαι ότι έχω κερδίσει την προσοχή τους.
Ανθρώπινη μοναξιά, «καφκικά» υπαρξιακά κενά, νευρωτικοί απροσάρμοστοι ήρωες και τέλος, η φυγή στο όνειρο, στην ψευδαίσθηση, στον φόβο και την ενοχή. Όλα αυτά δηλαδή που αποτελούν χαρακτηριστικά της εποχής μας, είναι και τα συστατικά της πυκνής, οξείας, σατιρικής και υγρής ατμόσφαιρας του αριστουργηματικού κωμικού έργου, «Ο Εραστής». Ποιο στοιχείο της παράστασης, ωστόσο, σε έχει αγγίξει προσωπικά πιο πολύ;
Η ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία, η ανάγκη κάποιος άλλος να με καταλάβει και να με εκτιμήσει για αυτό που είμαι – επειδή εγώ δε με καταλαβαίνω, επειδή εγώ δε με εκτιμάω για αυτό που είμαι. Οι χαρακτήρες αυτού του έργου κάνουν πραγματικά ό,τι καλύτερο μπορούν για να είναι ευτυχισμένοι, μόνο που τελικά δεν έχουν ιδέα πώς να αποδεχτούν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Λέμε τόσο εύκολα ότι αγαπάμε κι όμως απαιτούμε οι άλλοι να αλλάξουν για μας, για να ταιριάξουν με το ιδανικό που έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Ακριβώς το ίδιο κάνουμε και στους εαυτούς μας, και από εκεί ξεκινά η απογοήτευση και η δυστυχία.
Παίζεις, να υπογραμμίσουμε υπό τις οδηγίες της Λένας Φιλίπποβα, μιας πολύ έμπειρης και καταξιωμένης σκηνοθέτιδας. Η εμπειρία αυτή τι γεύση σου έχει αφήσει;
Η συνάντηση και συνεργασία με τη Λένα Φιλίπποβα άλλαξε εντελώς τη σχέση μου με την υποκριτική. Μου αρέσει να λέω ότι δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο που να ξέρει καλύτερα για τι πράγμα μιλάει. Πριν τη γνωρίσω, η σκηνή μου φαινόταν ένα σκοτεινό και ομιχλώδες τοπίο, μέσα στο οποίο δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω. Με την καθοδήγησή της άρχισα σταδιακά να εξερευνώ αυτό το παράξενο μέρος και κάθε φορά που δουλεύουμε μαζί, κάποια γωνιά φωτίζεται. Είναι πολύ σημαντικό ότι την ενδιαφέρει να συμπράττει με τους ηθοποιούς της, ώστε η παράσταση να είναι κατασκευή από κοινού – και αυτό δε συμβαίνει πλέον πολύ συχνά στο θέατρο.
Ο θεματικός πυρήνας του έργου πραγματεύεται το αδιέξοδο, που γεννά η πλήξη και η αποστειρωμένη συναισθηματικά καθημερινότητα στα ζευγάρια ύστερα από μακροχρόνια συμβίωση. Η σαρκοβόρα ρουτίνα που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται επί σκηνής είναι θα έλεγες δημιούργημα της κοινωνίας ή των προσωπικών επιλογών του καθενός;
Πόσο θα ήθελα να μπορώ να πω ότι η οποιαδήποτε ρουτίνα οφείλεται αποκλειστικά στις προσωπικές επιλογές του καθενός! Γιατί τότε, θα ήταν εξ’ ολοκλήρου στον έλεγχο του καθενός να αλλάξει τη ζωή του ανά πάσα στιγμή. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, γιατί φυσικά ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και ο μόνος που μπορεί να γνωρίζει τι τον κάνει ευτυχισμένο. Απ’ την άλλη, δυστυχώς επηρεαζόμαστε έντονα από το περιβάλλον μας κι αυτό είναι κάτι που ούτε μπορείς εύκολα να καταλάβεις ούτε μπορείς εύκολα να σταματήσεις. Για το επί σκηνής ζευγάρι, νομίζω ότι είναι έντονη η αγγλική τυπική ευγένεια μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι νομίζουν ότι την έχουν ξεπεράσει, ακριβώς επειδή μπορούν και παίζουν το παιχνίδι του εραστή.
Η ανθρώπινη επαφή έχει αντικατασταθεί στις μέρες μας, ως επί το πλείστον, στα μεγάλα αστικά κέντρα από την ηλεκτρονική, απρόσωπη, αποστασιοποιημένη, ιντερνετική επαφή! Θα έλεγες ότι η υποδόρια σχέση εξουσίας αλλά και εξάρτησης, που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ήρωες του έργου, αντικατοπτρίζεται στη σημερινή κοινωνία;
Υπάρχει σίγουρα το εξής κοινό: ότι αυτό που τροφοδοτείται δεν είναι η γνήσια επαφή με έναν άλλον άνθρωπο, αλλά η φαντασίωση που έχει ο καθένας στο κεφάλι του. Μάλιστα, όσο λιγότερο επιτρέπει κανείς σε έναν άλλον άνθρωπο να τον πλησιάσει, τόσο πιο ασφαλής είναι η φαντασίωση αυτή από την πραγματικότητα.
Ποιος είναι κατά τη γνώμη σου ο ρόλος του θεάτρου τα τελευταία χρόνια μέσα στην κοινωνία;
Αυτό είναι πολύ μεγάλο ζήτημα. Τα τελευταία χρόνια ανεβαίνουν τόσο πολλές παραστάσεις, που αναρωτιέμαι αν υπάρχει πραγματικά τόσος κόσμος που φλογίζεται με το θέατρο ή αν απλώς είναι άλλη μια ένδειξη της υπερκατανάλωσης και υπερπληροφόρησης των ημερών μας. Δυστυχώς, τείνω προς το δεύτερο. Και αν είναι έτσι, τότε έχουμε ξεχάσει γιατί υπάρχει το θέατρο εξ’ αρχής. Ο Μπρουκ λέει ότι το θέατρο οφείλει να απομονώνει κάποιο φαινόμενο της ζωής και να το εξετάζει από όλες του τις μεριές. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν το θέατρο αντιμετωπίζεται ως θέαμα και όχι ως επιστήμη.
«Ο εραστής» του μεγάλου Πίντερ, μπορεί να θεωρηθεί μια ανατρεπτική περιπέτεια «ενηλικίωσης» ένα οδοιπορικό προς την πραγματική επαφή ανάμεσα σε ανθρώπους, που βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας. Τι θα έλεγες πως σου έχει διδάξει στην προσωπική σου ζωή η επαφή σου με την Τέχνη και δη με το θέατρο;
Η τέχνη της υποκριτικής είναι η τέχνη του να γνωρίζεις τον εαυτό σου. Όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο, ήμουν εντελώς χαμένη, γιατί είχα επιτρέψει για χρόνια ολόκληρα να είμαι υπόλογη σε κάποιο καθήκον. Αυτό, νομίζω, ξεκίνησε απ’ το σχολείο, όπου με επιβράβευαν όταν έκανα ό,τι μου έλεγαν. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, δυστυχώς. Και όταν έφτασα 24 χρονών και δεν υπήρχε πλέον κανείς για να μου πει τι πρέπει να κάνω, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα τι θέλω να κάνω, τι μου αρέσει, σε τι είμαι καλή. Η σκηνή είναι ακτινογραφία αυτών των πραγμάτων – δεν μπορείς να κρυφτείς από εσένα τον ίδιο. Εκεί πάνω έμαθα να αφουγκράζομαι τον εαυτό μου, να τον ανακαλύπτω και να τον εμπιστεύομαι.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη ποιους καλλιτεχνικούς στόχους έχεις θέσει για το μέλλον;
Όσον αφορά στην επόμενη χρονιά, θα ξανανεβάσουμε στην Αθήνα το “Δαχυλίδι της μάνας” με την ομάδα μου, τους C. for Circus, καθώς και τον “Εραστή”. Επίσης, ετοιμάζονται και κάποιες άλλες παραγωγές οι οποίες δεν είναι ακόμη ανακοινώσιμες. Όσον αφορά σε πιο μακροπρόθεσμα σχέδια, εύχομαι να συναντήσω κι άλλους ανθρώπους που να με εμπνέουν και, φυσικά, να συνεχίσω να ανακαλύπτω τον εαυτό μου επί σκηνής.
Συνέντευξη: Eυθύμιος Ιωαννίδης
Ευχαριστώ θερμά τη Χρύσα Κοτταράκου για την προσήνειά της και για την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας και της εύχομαι καλή συνέχεια στην καλλιτεχνική της πορεία.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ
Κάντε το πρώτο σχόλιο