Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Μάνος Καβίδας μίλησε στο stellasview.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη με αφορμή την παράσταση «Οι παίκτες» του Νικολάι Γκόγκολ την οποία συσκηνοθέτησε με τον Μανόλη Βαζαίο. Η παράσταση ανεβαίνει στο θέατρο Αλκμήνη (Αθήνα).
Πότε πρωτοήλθες σε επαφή με το θέατρο, τι ήταν αυτό που σε οδήγησε να ακολουθήσεις τη συγκεκριμένη πορεία στο χώρο της τέχνης;
Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο είναι κάτι που με απασχολεί από τα παιδικά μου χρόνια και κατά καιρούς μου κεντρίζει πάντα το ενδιαφέρον και αυτό ήταν βέβαια το ερέθισμα που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τις σπουδές μου, αρχικά στη θεολογία και αργότερα στη θεατρολογία, για τις οποίες έβρισκα πάντα κοινές συνισταμένες. Το δραματικό στοιχείο, γενικότερα, είναι ένα στοιχείου που προσπαθώ να ανακαλύπτω σε κάθε μου σκέψη, σε κάθε μου ανάγνωση. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι στον χώρο της τέχνης, θα έλεγα καλύτερα στον χώρο της έρευνας. Η τέχνη είναι μια πολύ βαριά έκφραση για τις δυνατότητές μου.
Γραμμένο το 1836, «Το όνειρο ενός γελοίου» γίνεται φέτος 183 ετών. Τι είναι αυτό κατά τη γνώμη σου που το διατηρεί «ζωντανό» και επίκαιρο μέχρι και σήμερα;
Τα κλασσικά κείμενα, δηλαδή, αυτά που έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση όλων μας ως κλασσικά, έχουν μια απαράμιλλη μαγεία και μια αιώνια νοσταλγία, που έχει να κάνει με τον τρόπο που θέτουν ερωτήματα, τα οποία είναι πάντοτε επίκαιρα και απασχολούν την ανθρώπινη φύση και συνείδηση στο βάθος της, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξιά, η ανεξαρτησία, η βούληση, το πάθος. Αυτά δεν μπορούν να πάψουν να απασχολούν, θα χαθούν μόνο όταν χαθεί ο άνθρωπος.
Έκδηλο μήνυμα της παράστασης, η οποία βρίθει μεταξύ άλλων από ποικίλα λανθάνοντα μηνύματα, είναι καταρχήν η παρακμή, η διαφθορά και η απάτη που επικρατούσε στην τσαρική Ρωσία στα μέσα του 19ου Αιώνα.Ποιο στοιχείο, ωστόσο, της παράστασης σε έχει αγγίξει προσωπικά πιο πολύ;
Νομίζω το έργο μεταφέρει τον μέγα κόσμο της Ρωσίας στον μικρόκοσμο της ψυχής του ανθρώπου και βλέπει ενδοσκοπικά την τύφλωση της ανθρώπινης ψυχής από το πάθος της κτητικότητας. Βλέπουμε ότι μέσα από μια φάρσα προσπαθεί να διακωμωδήσει, με μοναδικό τρόπο,την «πτωτική» φύση του ανθρώπου, να καταδείξει το τυφλό εφήμερο πάθος και το κατορθώνει με αφορμή την χαρτοπαιξία.
Σκηνοθετείς να υπογραμμίσουμε από κοινού με τον Μανόλη Βαζαίο το έργο «Παίκτες»του Νικολάι Γκογκόλ. Πώς αντέδρασες, τι ένιωσες, αλήθεια όταν πρωτοδιάβασες το έργο, ούτως ώστε να σε ωθήσει να συνδιαλλαγείς μαζί του;
Με τον Μανώλη Βαζαίο συνεργαζόμαστε αρκετά χρόνια, από τότε που τελειώσαμε μαζί τις σπουδές μας πάνω στο θέατρο, τυγχάνει να είμαστε και ξαδέρφια. Αλλά, πέραν αυτού, υπάρχει μεταξύ μας και ένας κοινός κώδικας που βλέπουμε την κωμωδία. Για μας η κωμωδία δεν είναι αυθύπαρκτη και αυτάρκης. Για μας η κωμωδία θέλουμε να είναι χρήσιμη, να έχει κάνει να πει, όχι να προκαλέσει γέλιο. Το έργο αυτό το διάβασα κάποια στιγμή και μου φάνηκε τραγικό, τραγικά αληθινό, παρόλο που δεν έχω βιώσει το αίσθημα της εξάρτησης του τζόγου.
Σε μια εποχή όπου η ενασχόληση με την τέχνη είναι ένας τομέας που δεν μπορεί να υποσχεθεί σταθερότητα και ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές, ως καλλιτέχνης από πού πιστεύεις ότι πηγάζει αυτή η στροφή των νέων σε σπουδές, όπως το θέατρο για παράδειγμα;
Η σπουδή πάνω στην τέχνη είναι μεγάλο ζητούμενο σήμερα στην χώρα μας. Η χώρα που γέννησε το θέατρο, σήμερα μοιάζει να είναι ο δήμιος που αφαιρεί την υπόσταση του. Είναι τραγική η κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά πιστεύω ότι με την πηγαία ανάγκη για έκφραση, πάντα θα επιβιώνει στην ψυχή του ανθρώπου, οπότε η αισιοδοξία είναι αληθινή στο μέτρο που υπάρχει και η πίστη μας γι’ αυτήν. Με προβληματίζει περισσότερο η υποτίμηση της τέχνης στη σχολική μας εκπαίδευση, αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει πολύ σοβαρά.
«Εγώ και τον πατέρα μου να είχα απέναντί μου στο τραπέζι, αν μπορούσα, θα τον έγδερνα ζωντανό. Αυτό είναι κύριε το παιχνίδι. Ο θάνατός σου η ζωή μου». Αν δεν αντέχεις, μην παίζεις. Τι θα έλεγες πως σου έχει διδάξει η ενασχόλησή σου με το «παιχνίδι»της Τέχνης;
Αυτή η φράση μέσα από το έργο είναι ό,τι καλύτερο μπορούσατε να επιλέξετε ειλικρινά! Εμπεριέχει όλο το νόημα. Δείχνει όλη τη λυσσαλέα έκφραση του τυφλού πάθους της ψυχής του ανθρώπου. Με αφοπλίσατε με το που το διάβασα. Νομίζω όσο διαβάζει κανείς αυτά τα κείμενα και όσο τα μιλάει στη θεατρική πραγματικότητα, ανακαλύπτει κόσμους βαθύτερους και σκοτεινούς, που στην καθημερινότητα θα περνούσαν από δίπλα μας απαρατήρητοι.Το «αν δεν αντέχεις μην παίζεις» είναι για μένα μια κραυγή αγωνίας πάνω στην ίδια τη ζωή, οπότε από εκεί πρέπει να πηγάζει και η τέχνη.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη η τέχνη και πιο συγκεκριμένα το θέατρο πιστεύεις πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, να αφυπνίσει συνειδήσεις;
Το θέατρο από μόνο του όχι ως ένα γεγονός με όρους θεάματος, αν γινόταν θα το είχε κάνει και η τηλεόραση που έχει μεγαλύτερη απήχηση. Εγώ πιστεύω το θέατρο λειτουργεί με όρους ευαγγελικούς «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω», στην εκπαίδευση όμως δεν είναι το ίδιο. Πιστεύω, ωστόσο, πως αν εισχωρήσει σοβαρά μέσα στην παιδεία μας, η οποία είναι επιφανειακή, θα μπορεί να διαπλάσει συνειδήσεις. Βέβαια, χρειάζεται και αυτό που λέει ο Βολτέρος: «Δεν είναι αρκετό να βλέπουμε και να γνωρίζουμε την ομορφιά ενός έργου. Πρέπει να δημιουργεί συναισθήματα και να μας επηρεάζει». Άρα, η γνώση δεν αρκεί, αλλά ούτε και η πληθώρα των πληροφοριών. Χρειάζεται νομίζω να μιλάει και κάτι στην ψυχή μας για να μας αλλάξει.
Ευχαριστώ πολύ για τις ουσιαστικές ερωτήσεις. Καλή συνέχεια.
Συνέντευξη: Eυθύμιος Ιωαννίδης
Ευχαριστώ θερμά τον Μάνο Καβίδα για τη συνομιλία μας και του εύχομαι καλή καλλιτεχνική πορεία!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ
1 Trackback / Pingback