Ελευθέριος Κεραμίδας: «Η ευφορία που φέρνει η ίδια η κατάσταση της δημιουργίας είναι ανταμοιβή από μόνη της»

Ο εγνωσμένου κύρους συγγραφέας της εγχώριας λογοτεχνίας του φανταστικού,  Ελευθέριος Κεραμίδας μίλησε στο stellasview.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη με αφορμή την ολοκλήρωση της επικής τριλογίας του «Οι Γιοι της Στάχτης».

O Ελευθέριος Κεραμίδας γεννήθηκε το 1977. Μεγάλωσε στην Ιθάκη και είναι διπλωματούχος Μηχανικός Η/Υ & Πληροφορικής με μεταπτυχιακές σπουδές στην Τεχνητή Νοημοσύνη.  Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στις ανθολογίες Θρύλοι του Σύμπαντος Ι και Εφαρμοσμένη μυθομηχανική. Από τις εκδόσεις Mamaya κυκλοφορεί η επική τριλογία του “Οι Γιοι της Στάχτης”, “Κοράκι σε άλικο φόντο”, “Βέλη και κεχριμπαρένιες φλόγες”, “Δρυς με φύλλα σμαράγδια”, η οποία έχει αποσπάσει τις καλύτερες εντυπώσεις. Προσιτός, πνευματώδης, ευγενέστατος, είχαμε μια de profundis συνομιλία με τον Λευτέρη. Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα!

Λευτέρη, η λογοτεχνία του φανταστικού είναι αναμφίλεκτα ένα δημοφιλές και διαρρήδην αγαπημένο είδος στο αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως. Γιατί οι αναγνώστες αρέσκονται να διαβάζουν μανιωδώς αυτού του είδους τα μυθιστορήματα, κατά τη γνώμη σου;

Η επιστήμη πασχίζει σαφώς να φωτίσει κάθε γωνιά του Σύμπαντος, αλλά η κατάρριψη παλιών δοξασιών, η πεζή επεξήγηση παραδόσεων και η αμφισβήτηση του φαινομένου της θρησκείας δε μας έκαναν όλους υλιστές. Μάλλον απέδειξαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να βιώνουμε το θαυμαστό, σε κάποια μορφή. Η λογοτεχνία του φανταστικού προσφέρει γενναίες δόσεις σε ψυχαγωγικό περιτύλιγμα και έχει εκδοχές που καλύπτουν κάθε ιδιοσυγκρασία. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως είναι μόνο για να σκοτώνουμε τον χρόνο μας, έχει τις ίδιες δυνατότητες να προβληματίσει όπως κάθε άλλο είδος λογοτεχνίας. Επίσης, συγγραφείς και αναγνώστες τείνουν πλέον στο ίδιο συμπέρασμα παγκοσμίως. Αν ένα βιβλίο δεν επιδιώκει την αίσθηση της αυθεντικότητας (με ντοπιολαλιά και ανάδειξη της καθημερινότητας), τότε δεν υπάρχει λόγος να ακολουθεί οποιονδήποτε κανόνα. Σ’ ένα κείμενο μπορεί να συμβεί οτιδήποτε είναι ικανός να σκαρφιστεί ο δημιουργός του, δεν περιορίζει κάποιος προϋπολογισμός για ειδικά εφέ ή η ικανότητα των γραφικών να αναπαραστήσουν κάτι πειστικά. Γι’ αυτό βλέπουμε όλο και συχνότερα φανταστικά στοιχεία στα έργα συγγραφέων που ούτε αποδέχονται ότι ανήκουν στον χώρο ούτε τους κατατάσσουν εκεί οι αναγνώστες τους, όπως ο Ισιγκούρο, ο Φέιμπερ ή ο Μουρακάμι. Αν κάτι ενισχύει την αφηγούμενη ιστορία, την κάνει πιο πρωτότυπη, πιο ενδιαφέρουσα, πιο εύστοχη, δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει κατά πόσον «μπορεί να συμβεί στον πραγματικό κόσμο». Και πράγματι έχει αρχίσει να μην ενδιαφέρει τους περισσότερους η διάκριση αυτή.

Η ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού δεν είναι τόσο λαοφιλές αναγνωστικό είδος. Κατόρθωσες, ωστόσο, με την τριλογία σου «Οι Γιοι της Στάχτης» να κατοχυρωθείς στη συνείδηση των Ελλήνων αναγνωστών του είδους, αν όχι ως ο καλύτερος, αναμφήριστα ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της εγχώριας λογοτεχνίας του φανταστικού. Τι κάνει αλήθεια διαφορετική την τριλογία σου; Τι καινούργιο κομίζει;

Εισπράττω κυρίως θετικές κρίσεις από τους ανθρώπους που δίνουν μια ευκαιρία στα βιβλία μου με ανοιχτό μυαλό. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ακόμη έτοιμοι όλοι οι αναγνώστες του φανταστικού στην Ελλάδα να αποδεχτούν πως ένα εγχώριο βιβλίο φαντασίας μπορεί να σταθεί δίπλα στα εισαγόμενα. Άλλοι είναι δύσπιστοι απέναντι στους ντόπιους συγγραφείς, άλλοι απέναντι στη θεματολογία κι άλλοι θεωρούν πως η γλώσσα μας «δεν έχει την ίδια επική αίσθηση με τα αγγλικά».Προσπάθησα με τα βιβλία μου να πρωτοτυπήσω και να διαφοροποιηθώ, πειραματίστηκα σε πολλά επίπεδα. Για παράδειγμα, απέφυγα την πεπατημένη του μαυροφορεμένου στρατού «κακών», της μικρής ομάδας που ανατρέπει όλα τα προγνωστικά και σώζει μόνη της τον κόσμο, του κεντρικού διακυβεύματος που κινεί τους πάντες. Αλλά το σημαντικότερο στοιχείο των βιβλίων μου είναι πως κυριολεκτικά, προσπαθώ να κομίσω γλαύκα εις Αθήνας. Έφερα στο προσκήνιο πράγματα που θεωρώ πως πρέπει να είναι οι σταθερές μας, αλλά δεν είναι. Συνέθεσα την κοσμοπλασία μου με στοιχεία ελληνικά, από τη μυθολογία, τη λαογραφία και την Ιστορία μας. Περιέγραψα τοπία μεσογειακά, αντί για βορειοευρωπαϊκά. Άφησα στην άκρη ιππότες και τρολ, έπιασα τις νεράιδες και την αυτοκρατορική φρουρά. Το κυριότερο, έδωσα σε όλους και σε όλα ονόματα ελληνικά, που να κλίνονται και να σημαίνουν κάτι, να μην είναι απλώς ένα εύηχο συνονθύλευμα φθόγγων.

Γιατί επέλεξες ωσαύτως η τριλογία σου να διαδραματίζεται σε έναν ελληνικό φανταστικό κόσμο που προσιδιάζει αρκούντως στη βυζαντινή περίοδο;

Η απλούστερη δυνατή απάντηση είναι πως όταν έψαξα ελληνική ορολογία για όπλα και πανοπλίες, ανακάλυψα πολλές ακόμα πτυχές της λεγόμενης βυζαντινής περιόδου οι οποίες με εντυπωσίασαν και ήταν αναξιοποίητες στη λογοτεχνία του φανταστικού. Όσο σκαλίζω βέβαια, τόσο περισσότερα ανακαλύπτω. Δεν μπήκαν όλα στα βιβλία και όσα μπήκαν δεν είναι πάντα ακριβή, δεν είχα ποτέ τέτοιο σκοπό. Αλλά ορισμένες ιδέες είναι πολύ δελεαστικές για να μην τις συστήσω στο κοινό, όπως η από τότε εδραιωμένη απόρριψη των κληρονομικών αξιωμάτων (πλην του αυτοκρατορικού) ή η ύπαρξη άριστα οργανωμένου κρατικού μηχανισμού, μέχρι και τελωνείων. Στο τέλος επέλεξα να δώσω στον φανταστικό μου κόσμο μια γεωγραφία που φαντάζει οικεία επειδή κάπως έπρεπε να ισορροπήσω τις τόσες άλλες παραμέτρους που ίσως να ξενίσουν τον αναγνώστη.Με ενδιαφέρουν και αρχαιότερες εποχές, αλλά θεώρησα πως ούτε εγώ ήμουν ακόμη έτοιμος να τις «πειράξω» και ούτε οι αναγνώστες να τις δουν παραλλαγμένες.

Ο Άμος Οζ γράφει στην «Ιστορία αγάπης και σκότους» πως «μέσα από τα βιβλία μαθαίνεις την ποικιλομορφία και την πολυπλοκότητα της ζωής… Τα βιβλία σου ξεκλειδώνουν τα μυστικά του κόσμου… Σε ταξιδεύουν… Σου δίνουν εναλλακτικές…». Έχεις διαβάσει κάτι πρόσφατα που θα ήθελες να μας προτείνεις;

Θα προτείνω τρία αναγνώσματα του φανταστικού που μου έμειναν από την προηγούμενη χρονιά. Έχουν όλα ελληνικό χρώμα, είναι αποτελέσματα σκληρής δουλειάς, πρωτότυπα και, κατά τη γνώμη μου, εύκολα θα τα εκτιμήσει ακόμη και όποιος δε διαβάζει το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος – γιατί ένα καλό βιβλίο είναι καλό χωρίς διευκρινίσεις και προειδοποιήσεις, χωρίς στεγανά.

  • Δημήτρης Δελαρούδης, «Ο ιός της Βαβέλ», εκδόσεις Λυκόφως. Διηγήματα με ιδέες ευφυείς, απρόσμενες και εξαιρετικά βιβλιοφιλικές
  • Π.Μ. Ζερβός, «Η εξορία του προσώπου», εκδόσεις Nightread. Γραφή που αποτελεί συγγραφικό άθλο, χωρίς να κουράζει. Μύθος που είτε τον δει κανείς συμβολικά είτε όχι, λέει πολλά για το πώς αντιδρούμε όλοι υπό πίεση
  • Άννα Μακρή, «Η Βίλκα», εκδόσεις mamaya. Ιστορία απώλειας και λύτρωσης, άβολα ειλικρινής και αληθινή

Στην ερώτηση ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς και ποια έργα αισθάνεσαι ακόμη και τώρα πως έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πορεία σου ως αναγνώστης, αλλά και ως συγγραφέας, τι θα απαντούσες;

Ο Φίλιπ Ντικ παραμένει αδυναμία μου, μιας και δεν ξέρω ποτέ τι θα διαβάσω όταν ανοίγω ένα βιβλίο του. Ο Παπαδιαμάντης μετάλλαξε οριστικά το γλωσσικό μου αισθητήριο και σε κάθε του διήγημα με εκπλήσσει η ακρίβεια με την οποία ανατέμνει την κοινωνία. Ο Φρανκ Χέρμπερτ με έπεισε ότι όποιο κείμενο παρουσιάζει μονοδιάστατα τα πράγματα και όχι ως σύγκλιση διαφόρων παραγόντων –βιολογικών, κοινωνικών, ακόμη και κλιματολογικών– κάνει υπεραπλουστευτικές εκπτώσεις. Με γοητεύουν οι στυλίστες, ακόμη κι οι πολύ σκοτεινοί όπως ο Λιγκότι, o Κλαρκ Άστον Σμιθ, o Brian McNaughton. Με κάνουν να σκέφτομαι πως αν η λογοτεχνία μπορεί να γίνεται κομψοτέχνημα σαν τα δικά τους δημιουργήματα, γιατί να διαβάζω κάτι λιγότερο; Μου επιβάλλουν και ταπεινοφροσύνη, να δουλεύω τα κείμενά μου όσο περισσότερο αντέχω, πριν τα δημοσιοποιήσω, προσπαθώ να μην είναι τετριμμένα, χάσιμο χρόνου για τους αναγνώστες. Κι υπάρχουν πάντα και τα βιβλία που αποτελούν ευρύτερη επιρροή στη ζωή μας. Ας πούμε, το έργο του Διαμαντή Φλωράκη, με το οποίο ήρθα σε επαφή ως πρωτοετής φοιτητής, ελάχιστα με επηρέασε συγγραφικά. Εμπλούτισε, όμως, σημαντικά τη σκέψη μου. Αν με έκανε άλλο άνθρωπο, δε με έκανε και άλλο συγγραφέα;

Ποια είναι η άποψή σου για τα ηλεκτρονικά βιβλία; Πιστεύεις πως αποτελούν βάσιμη απειλή για τη βιωσιμότητα του παραδοσιακού βιβλίου;

Εκτιμώ ότι με χαμηλές τιμές και ευχρηστία, το ηλεκτρονικό βιβλίο μπορεί να εκθρονίσει οριστικά το παραδοσιακό. Όσο κι αν δυσκολευόμαστε να το φανταστούμε, ας δούμε πώς ψυχορραγεί η έντυπη εφημερίδα, καθώς ακόμη κι οι μεγαλύτεροι μαθαίνουν σταδιακά να πληροφορούνται από το διαδίκτυο. Πριν από εκατό χρόνια περίπου, τα βιβλία δεν ήταν καθόλου σαν τα σημερινά. Είτε κυκλοφορούσαν δερματόδετα, χωρίς εικόνα στο εξώφυλλο, είτε σε εβδομαδιαία φυλλάδια, σε συνέχειες. Δεν είναι κοντόφθαλμο να πιστεύουμε ότι σε άλλα εκατό χρόνια τα βιβλία θα παραμένουν απαράλλαχτα και δε θα έχουν εξελιχθεί σε κάποια άλλη μορφή;Η κυριαρχία του ηλεκτρονικού βιβλίου, ή έστω η ευρεία διάδοσή του, θα είχε αρκετές θετικές όψεις. Δε θα γίνονται άφαντοι μέσα σε ένα εξάμηνο όσοι τίτλοι δεν κατορθώσουν να εισβάλουν άμεσα στη λίστα των ευπώλητων. Ο αναγνώστης θα μπορεί να αποκτά άμεσα όποιο βιβλίο τού κινήσει το ενδιαφέρον, όσο ακόμη έχει την πρόθεση να το διαβάσει άμεσα. Όλα τα κλασικά θα είναι δωρεάν.Αλλά υπάρχει και ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος: καθώς η ικανότητά μας να προσηλωνόμαστε αδυνατίζει συνεχώς, οι περισσότεροι θα αντιμετωπίζουν τα ηλεκτρονικά βιβλία όπως τις αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα – μόλις φτάσουν σε σελίδα χωρίς άμεσο και φτηνό εντυπωσιασμό, θα εγκαταλείπουν το κείμενο για να πιάσουν άλλο, από τα εκατοντάδες που θα έχουν φορτωμένα στη συσκευή τους.

Όταν δεν ασχολείσαι με τη συγγραφή πώς σου αρέσει να περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;

Νομίζω η ανάγκη για αφηγήματα είναι η ισχυρότερη ανάγκη της ζωής μου. Όσο μπορώ, διαβάζω και παρακολουθώ σειρές και ταινίες. Μου αρέσουν και τα μουσεία, ειδικά οι θεματικές εκθέσεις, που σχηματίζουν σφαιρική εικόνα για κάποιο ζήτημα ή τόπο. Και, βέβαια, όσο μου επιτρέπει ο χρόνος, συναναστρέφομαι τους φίλους μου, γιατί οι καλύτερες ιστορίες είναι οι ζωντανές, αυτές που αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι μέρος τους, πρωταγωνιστεί τουλάχιστον κάποιος που τον γνωρίζουμε καλά, κι έτσι είναι ευκολότερο να νιώσουμε τον αντίκτυπό τους, τη χαρά που περιέχουν ή τη θλίψη ή τον παραλογισμό.

Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελα να μου πεις: υπάρχουν άραγε πρωτογενή οφέλη για τον συγγραφέα; Λευτέρη, γιατί γράφεις, το έχεις απαντήσει;

Ο Κινγκ πάτησε τα 70 κι η τέχνη του τον έχει κάνει από τους πλουσιότερους ανθρώπους στις ΗΠΑ. Συνεχίζει να παράγει «τούβλα». Δεν το κάνει επειδή είναι άπληστος, αλλά επειδή δε γίνεται αλλιώς. Ας σταματήσει κάποιος συγγραφέας να γράφει, επειδή άλλες υποχρεώσεις δεν του το επιτρέπουν ή επειδή έχει απογοητευτεί από την ανταπόκριση του κοινού. Δε θα σταματήσει, όμως, να εμπνέεται από τυχαία ερεθίσματα και να γεννά ιδέες για ιστορίες, εκφράσεις και εικόνες. Γράφουμε για να πούμε κάτι, γράφουμε για δόξα ή για χρήμα, ο καθένας έχει τους λόγους του. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα γράφουμε για να σταματήσει να μας τριβελίζει η εμμονή που μας λέει συνεχώς να πιάσουμε το μολύβι. Η ευφορία που φέρνει η ίδια η κατάσταση της δημιουργίας είναι ανταμοιβή από μόνη της. Τώρα, πώς τη βιώνει ο κάθε συγγραφέας, είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας. Για μένα είναι ένας αγώνας αυτοπειθαρχίας και συνεχούς βελτίωσης. Μου δίνει αφορμή να μάθω πολλά για την Ιστορία και για τη γλώσσα μας, με αποτέλεσμα να καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο και να γίνεται η σκέψη μου πιο συγκροτημένη.

Συνέντευξη: Eυθύμιος Ιωαννίδης

Ευχαριστώ από καρδιάς τον Λευτέρη Κεραμίδα για την προσήνειά του και για την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας και του εύχομαι καλή συνέχεια στην ήδη σπουδαία λογοτεχνική πορεία που έχει χαράξει.

MY ART DEKA HAIR & MORE
NASIA HOUVARDA ARTWORK
Περί Ευθύμιος Ιωαννίδης 119 Άρθρα
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας stellasview.gr. Πέρα από τη μουσική, τις τέχνες και το θέατρο, αγαπώ πολύ την ελληνική γλώσσα και την ανάγνωση για αυτό και δημιούργησα και διαχειρίζομαι τις σελίδες "Ορθογραφία και ορθοέπεια" και "Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία".

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.