Το stellasview.gr και ο Στέφανος Τσάκατος, συνάντησαν για εσάς, δύο γνήσιους και αυθεντικούς ρεμπέτες. Από τη μία ένας φέρελπις νέος ο Κωνσταντίνος Παππαϊωάννου (γνωστός πλέον ως Κουτσαβάκης) που παρά τα 21 του χρόνια έχει δώσει ήδη πολλά στο ρεμπέτικο και υπόσχεται ακόμη περισσότερα, και από την άλλη ένας μύθος του ρεμπέτικου τραγουδιού, ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, που σε όλη του την καριέρα κατάφερε να επαναφέρει το ρεμπέτικο στο πάλκο, στη ζωή μας και στις καρδιές μας. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει ένα χάσμα γενεών μεταξύ τους, ωστόσο όταν τους ακούς να μιλάνε για ρεμπέτικο, το χάσμα αυτό γεφυρώνεται. Ας δούμε λοιπόν τι μας είπαν.
Κωνσταντίνε θα ξεκινήσω από εσένα. Θα σταθώ σε κάτι που ίσως έχεις ακούσει πολλές φορές, αλλά για εμένα είναι πάρα πολύ σπάνιο ένα παιδί στα 21 του να έχει τις γνώσεις και την αγάπη που έχεις εσύ για το ρεμπέτικο. Πες μου λίγο, ποια ήταν τα ερεθίσματα σου;
Πιο πολύ μου άρεσε η κουλτούρα. Από μικρός όταν άρχισα να διαβάζω για μουσική, το ρεμπέτικο ήταν το μόνο που με γοήτευσε. Κι αυτό γιατί είναι πιο αυθεντικό. Δε μιλάει μόνο για τον έρωτα, όπως τα περισσότερα τραγούδια, αλλά θίγει κι άλλα θέματα, μοιράζει όμορφα συναισθήματα. Ωστόσο δεν είχα κάποιον φίλο ή συγγενή να παίζει κάποιο όργανο κλπ. Ό,τι έκανα, το έκανα μόνος μου.
Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να παίζεις;
Από 8 χρονών, ξεκίνησα μπουζούκι, αργότερα πήγα στο ωδείο και σιγά σιγά άρχισα να μαθαίνω.
Πρότυπα έχεις; Για παράδειγμα κάποιον σπουδαίο ρεμπέτη όπως Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Τούντας κλπ;
Μουσικά έχω πρότυπο τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Πιο μικρός είχα τον Βαμβακάρη, αλλά στην πορεία ήρθα πιο κοντά στον Χατζηχρήστο και τον Παπαϊωάννου. Τους βρίσκω πιο ρομαντικούς.
Είπες πριν ότι το ρεμπέτικο θίγει διάφορα θέματα κοινωνικά. Πιστεύεις ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο περνάει στον κόσμο;
Ναι, γιατί μπορεί να αγγίξει μετανάστες, «μπατίρηδες» οικογενειακές καταστάσεις κλπ. Βέβαια παίζει ρόλο κaι η μεταδοτικότητα των καλλιτεχνών προς τον κόσμο. Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και τα ΜΜΕ δεn το «λανσάρουν» σωστά με αποτέλεσμα ο κόσμος να αγαπά μόνο 5-10 τραγούδια.
Θα αναφερθώ ξανά στο ότι σε μικρή ηλικία είναι αξιοθαύμαστο να κάνει κανείς τόσες εμφανίσεις όσες έχεις κάνει και να είναι τόσο αγαπητός από τον κόσμο. Πώς είναι η επικοινωνία με τον κόσμο;
Καταρχάς υπάρχουν και άλλοι συνάδελφοι σε αυτήν την ηλικία, ειδικά εδώ στη Θεσσαλονίκη. Τα δύο τελευταία χρόνια νομίζω πως έχω μάθει να το διαχειρίζομαι σωστά το live. Αυτό που επιδιώκω στις εμφανίσεις μου, όπως έχεις διαπιστώσει κι εσύ είναι να υπάρχει μια οικειότητα, να είμαστε όλοι μια παρέα και να δημιουργούνται νέες φιλίες.
Οικονομικά καλύπτεσαι από αυτήν τη δουλειά;
Σιγά σιγά αμείβομαι όλο και καλύτερα, και τώρα επιδιώκω να αφοσιωθώ μόνο σε αυτό. Παλαιότερα αναγκαζόμουν να κάνω παράλληλα κι άλλες δουλειές.
Και πριν περάσουμε στον Αγάθωνα, ας δούμε ένα δείγμα της σύμπραξης τους. Το τραγούδι λέγεται ΚΥΠΡΑΙΑ σε στίχους – μουσική Κωνσταντίνου Κουτσαβάκη Παπαϊωάννου
Αγάθωνα, τη δική σου ιστορία πάνω στη μουσική, δε νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας που δεν τη γνωρίζει. Ορμώμενος από το ότι φημίζεσαι για την αγάπη προς τους νέους και την τάση σου να τους βοηθάς, θα ρωτήσω πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Κωνσταντίνο;
Ο Κωνσταντίνος ήρθε και με βρήκε πριν από πέντε χρόνια. Ήτανε 16 χρονών. Εγώ έπαιζα τότε σε ένα μαγαζί στη Δυτική Θεσσαλονίκη και ξαφνικά εμφανίζεται ένας νεαρός με την παρέα του και μου λέει «ακούω και παίζω ρεμπέτικα και θέλω να σε γνωρίσω για να μου μάθεις πράγματα». Εμένα μου άρεσε αυτό. Πάντα μου αρέσουν αυτά. Και έτσι ανταλλάξαμε τηλέφωνα κι αρχίσαμε να βρισκόμαστε. Στην αρχή τον έπαιρνα μαζί μου ως παρέα για να βλέπει και να μαθαίνει. Και τώρα ακόμα ξέρει πως οτιδήποτε χρειαστεί μπορεί να με ρωτήσει. Εγώ όλους τους νέους, όχι μόνο τον Κωνσταντίνο, που παίζουν ρεμπέτικα, τους θεωρώ παιδιά μου, ανίψια μου, παρέα μου, συγγενείς μου. Οποιαδήποτε στιγμή θέλουν μπορούν να μου ζητήσουν μια συμβουλή, ένα τραγούδι και ό,τι άλλο χρειαστούν. Αυτή είναι η κλίκα μου εμένα. Κι όταν παίζω μαζί τους στο πάλκο θα τους αφήσω να πουν όσα τραγούδια θα πω κι εγώ. Αν δεν τους αφήσω τώρα, πότε θα φανούν οι ικανότητες αυτών των παιδιών.
Ο καλός τεχνίτης πρέπει να μεταδίδει την τέχνη του;
Η τέχνη δε μεταδίδεται. Εάν κάποιος είναι να γίνει θα γίνει. Οι περισσότεροι δε θα γίνουν έτσι κι αλλιώς. Ό,τι και να δείξω εγώ εάν κάποιος δεν μπορεί από μόνος του δε θα το κάνει. Τόσα χρόνια σε αυτήν τη δουλειά έχω δει πολλούς τραγουδιστές να ξεκινάνε με ρεμπέτικα και μετά από λίγο να φεύγουν στα έντεχνα και τα λαϊκά. Τους ξεβράζει το ίδιο το είδος, δεν τους κρατάει. Αλλά υπάρχουν και πολλοί νέοι που παίζουν ρεμπέτικα σωστά.
Σε αυτούς που τα καταφέρνουν τελικά τι συμβουλή θα έδινες;
Να μη σκεφτούν ποτέ ότι είναι φτασμένοι κι έτοιμοι. Εδώ κι εγώ ο ίδιος έχω ακόμη αμφιβολίες, παρά τα όσα έχω ακούσει τόσα χρόνια, αν μπορώ να το δώσω σωστά. Και το βασικότερο είναι να επιδιώκουν να ασχολούνται μόνο με το ρεμπέτικο, να μην κάνουν κι άλλες δουλειές. Αυτό δεν είναι σωστό. Εγώ, αν εξαιρέσεις τα 2-3 πρώτα χρόνια της καριέρας μου, σε όλη μου την πορεία μου 47 χρόνια τώρα ασχολούμαι μόνο με αυτό, αποκλειστικά.
Είναι εφικτό κάτι τέτοιο στην εποχή μας;
Μακάρι να γινόταν αλλά ξέρω ότι είναι δύσκολο να ζήσει κάποιος με δύο μεροκάματα την εβδομάδα ή και τέσσερα αλλά των 40 και 50 ευρώ. Η δικιά μου γενιά που επανέφερε το ρεμπέτικο στην επιφάνεια, μετά από κάποια χρόνια που το εξαφάνισαν οι εταιρείες, για δικούς τους λόγους, ζήσαμε σε καλές εποχές. Δεν πήραμε υπερβολικά λεφτά αλλά δεν είχαμε παράπονο. Εγώ για να καταλάβεις δούλευα 7 μεροκάματα την εβδομάδα, σε μία σεζόν 200 ημερών και 40 συναυλίες το καλοκαίρι. Και πίστεψέ με παρόλο που κουραζόμουν πολύ, χαιρόμουν που θα πάω το βράδυ στο μαγαζί, θα δω τους φίλους μου, τους συναδέλφους μου, θα σχολιάσουμε ο καθένας τις επιδόσεις του άλλου, με ατάκες όπως «τι φοβερή πενιά ήταν αυτή που έκανες» ή «εκείνο το κομμάτι δεν το έπαιξες καλά, πρόσεχε γιατί τα παπούτσια σου κοιτάνε την πόρτα»
Στη δική μας εποχή πρότυπο για τους ρεμπέτες αποτελείς εσύ. Στα πρώτα σου βήματα είχες κάποιον ως πρότυπο;
Δεν είχα έναν είχα πολλούς. Περισσότερο από όλους μου αρέσει ο Μάρκος. Αν το πάμε αφαιρετικά και πρέπει να διαλέξω έναν θα διάλεγα τον Μάρκο. Θεωρώ κορυφαίο τον Τσιτσάνη και ειδικά τον προπολεμικό Τσιτσάνη, αλλά και γενικά σε όλο του το σύνολο.
Τι κοινό έχει το ρεμπέτικο;
Το ρεμπέτικο από πάντα είχε αριθμητικά μικρό κοινό. Ήταν μόνο για μερακλήδες. Είναι για λίγους. Αυτό βέβαια το έχω αποδεχθεί από την πρώτη μέρα που βγήκα στη δουλειά. Κι ο Τσιτσάνης έπαιζε για λίγους, και ο Μάρκος έπαιζε για λίγους. Ο Τσιτσάνης λίγα χρόνια πριν πεθάνει, έπαιζε στο Χάραμα ρεμπέτικα και είχε τρεις παρέες. Κι εμείς δίπλα στον Σαμπάνη ήμασταν γεμάτοι. Άλλωστε και πολλοί από αυτούς που έγραψαν «τραγουδάρες» , όπως ο Τσιτσάνης, ο Μητσάκης και άλλοι, αργότερα αναγκαστικά το γύρισαν στο Λαϊκό για να βγάλουν χρήματα. Οι ίδιοι άνθρωποι που έγραψαν αυτά τα εκπληκτικά τραγούδια, έγραψαν λαϊκά”χαζοτράγουδα”, ακόμα και Ινδικά τραγούδια, για να βγάλουν τα προς το ζην. Ευτυχώς κάποιοι, όπως ο Βαμβακάρης πέθαναν νωρίς και δεν πρόλαβαν να δούνε τα χάλια της μουσικής μετά το ΄60.
Αυτοί οι άνθρωποι είχαν αναγνώριση όσο ζούσαν;
Όχι. Τον Τσιτσάνη τον εκθείαζαν όλοι όταν πέθανε. Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε ξεχασμένος και τον εκθείαζαν όλοι μετά. Ο Μάρκος τα τελευταία χρόνια γυρνούσε στις ταβέρνες με μια ψωμιέρα και έπαιζε με το γιο του τραγούδια, για να βγάλει μεροκάματο. Κι ένα βράδυ που τον έδιωξαν από μια ταβέρνα γιατί είχαν ηλεκτρόφωνο πήγε στο σπίτι του κι έγραψε το «Απελπίστηκα» που τραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Δεν ήταν τα πράγματα ρόδινα γι΄ αυτούς. Εμείς που τους αγαπάμε και τους μελετήσαμε ξέρουμε τι τραβήξανε. Η δική μου γενιά, ο Γκολές, ο Ξηντάρης, εγώ κ.α. πέρασε πολύ καλύτερα. Γνώρισε και δόξα και αναγνώριση. Με τα δικά τους τραγούδια όμως!!!
Οι νέοι ρεμπέτες τι προνόμια έχουν σε σχέση με εσάς;
Μπορούν να έχουν όλα τα τραγούδια πλέον. Εμείς δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ. Υπήρχαν πολλοί συλλέκτες οι οποίοι άλλοι μας δίνανε κι άλλοι δε μας δίνανε. Κι εκτός από αυτό, από τις κασέτες δεν ακουγόταν πολύ καλά. Δυσκολευόμασταν πολύ να καταλάβουμε τους στίχους. Εγώ σε κάποια τραγούδια έβαλα στον στίχο μια δικιά μου λέξη γιατί δεν καταλάβαινα τι λέει η κασέτα. Τώρα οι νέοι τα έχουν όλα πεντακάθαρα, συν τις δικές μας εκτελέσεις, οπότε έχουν μεγάλη γκάμα και πολλές ευκολίες.
Κλείνοντας θέλω μια κουβέντα από τον καθένα, ό,τι θέλετε εσείς.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Εγώ θέλω να πω για τις «ΡΕΜΠΕΤΙΚΕΣ ΨΥΧΕΣ» ένα συγκρότημα που έχω δημιουργήσει με τον ΤΑΚΙ ΤΣΑΝ. Σιγά σιγά το έχουμε κάνει κάτι σαν «κίνημα». Βέβαια κάθε μέρα που περνάει δημιουργούνται όλο και περισσότερες σκέψεις γι αυτό. Με τον ΤΑΚΙ ΤΣΑΝ έχω άψογες φιλικές σχέσεις. Οι επαγγελματικές λίγο διακόπηκαν λόγω υποχρεώσεων του Τάκη, αλλά σίγουρα θα ξαναγίνει κάτι. Βέβαια όπως είπα καθημερινά γεννιούνται ιδέες.
ΑΓΑΘΩΝΑΣ: Ευχαριστώ τον κόσμο που τόσα χρόνια γεμίζει όλους του χώρους που παίζω. Δε μπορώ να είμαι αχάριστος. Πολλές φορές το παράπονο του κόσμου είναι ότι «δε μας είπες πολλά τραγούδια σήμερα». Δε ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλους συναδέλφους εγώ το συναντάω πολύ συχνά. Όταν όμως πάμε σε ένα σχήμα 4-5 άτομα και τραγουδάω μόνο εγώ, οι νέοι πότε θα δείξουν τις ικανότητες τους; Ωστόσο από τον κόσμο είμαι πολύ ευχαριστημένος. Δεν είμαι ευχαριστημένος από ανθρώπους που δεν εκτιμούν.
Θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να τους ευχαριστήσω και τους δύο θερμά για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης. Να ευχηθούμε καλή επιτυχία στον Κωνσταντίνο στις εμφανίσεις που κάνει στις 22 και 23 Φεβρουαρίου, καθώς και την 1η και στις 3 Μαρτίου στο μαγαζί “ΡΙΞΑΜΕ ΑΓΚΥΡΑ” στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης.
Υ.Γ. Η κουβέντα μαζί τους και οι ήχοι που άκουσα ήταν τόσο απολαυστικά, που στο τέλος παρασύρθηκα κι εγώ, τραγουδώντας κάτι μαζί τους. Τους ευχαριστώ πολύ!
Στέφανος Τσάκατος
Κάντε το πρώτο σχόλιο