
Η καταξιωμένη ηθοποιός και σκηνοθέτις Βαρβάρα Δουμανίδου, μίλησε στο stellasview.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη για τη νέα παραγωγή του Θεάτρου του Άλλοτε “Εκκλησιαστής”.
Χαμογελαστή, προσιτή, προσηνής η Βαρβάρα Δουμανίδου έχει καταφέρει δικαίως να αφήσει το στίγμα της στο θεατρικό γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης. Επικεφαλής της ομάδας “Το θέατρο του Άλλοτε” κεντά και διαρρήδην ξορκίζει, με τα ιδιαίτερα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ομάδα της οποίας ηγείται, τη σκοτεινή και συσκοτισμένη πλευρά μας που εν πολλοίς κρύβουμε και αγνοούμε. Με αφορμή λοιπόν την εξαιρετική παράσταση «Ο Εκκλησιαστής» που ανεβαίνει στο θέατρο «Αυλαία», είχαμε μια de profundis συνομιλία με τη σκηνοθέτιδα Βαρβάρα Δουμανίδου, η οποία σκηνοθετικά κατόρθωσε να στήσει «ψιλοβελονιά» ένα αναντίλεκτα δύσκολο έργο που απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση και σύνθεση.
Πότε πρωτοήλθες σε επαφή με το θέατρο, τι ήταν αυτό που σε οδήγησε να ακολουθήσεις τη συγκεκριμένη πορεία στο χώρο της τέχνης;
Ποτέ δεν ήμουν το εξωστρεφές παιδί που χόρευε μπροστά στον καθρέφτη και παρίστανε ρόλους. Το θέατρο ήρθε στη ζωή μου πριν από 25 χρόνια, όταν αποφάσισα να φτιάξω λίγο τη φωνή μου και τον τρόπο που στεκόμουν. Ήθελα να αλλάξω την εσωστρέφειά μου και να γίνω λίγο πιο δραστήρια. Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να γίνω ηθοποιός πόσω μάλλον σκηνοθέτις. Πολλά πράγματα με οδήγησαν αναμφίλεκτα εδώ. Δε γνωρίζω βέβαια, αν ήταν το θέατρο αυτό καθεαυτό. Νομίζω πως έπαιξαν ρόλο οι μουσικές που άκουγα, τα αναγνώσματά μου, τα βιβλία που διάβαζα, η ποίηση, οι πολιτικές μου θεωρίες, οι παρέες μου, οι γονείς μου που με ενθάρρυναν σε όλα, αλλά όχι το θέατρο. Έγινα πρώτα ηθοποιός διότι λατρεύω την παρατήρηση και πραγματικά πιστεύω πως έγινα σκηνοθέτις γιατί απολαμβάνω να φτιάχνω, να κατασκευάζω ξεχωριστούς, διαφορετικούς, αλλόκοτους κόσμους.
Το θέατρο του Άλλοτε, η ομάδα της οποίας ηγείσαι, μεταφέρει δραματουργικά επί σκηνής σε δική σου απόδοση, διασκευή και σκηνοθεσία τον Εκκλησιαστή. Πώς αντέδρασες, τι ένιωσες, αλήθεια όταν πρωτοδιάβασες το έργο, ούτως ώστε να σε ωθήσει να συνδιαλλαγείς μαζί του;
Πάντα με γοήτευαν θέματα που έχουν να κάνουν με την αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου. Η γέννηση κάθε επιθυμίας, κάθε αρχής, κάθε τραγικής επιλογής του είδους μας. Την πρώτη φορά που διάβασα τον Εκκλησιαστή το δέος που ένιωσα στη μηδενιστική του εικόνα, ήταν σοκαριστικό. Είχα μπροστά μου ένα κείμενο γεμάτο με όλες μου τις ανησυχίες, τους φόβους και τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει ένας σκεπτόμενος άνθρωπος της εποχής μας. Κι όμως το κείμενο αυτό γράφτηκε χιλιάδες χρόνια πριν και εξακολουθεί να είναι τραγικά επίκαιρο. Η στιγμή λοιπόν που ‘’συναντήθηκα’’ με τον Εκκλησιαστή μπορώ να πω πως μου άλλαξε τη ζωή. Η πρώτη ανάγνωση είναι συναρπαστική: Η ματαιότητα του συγγραφέα ξεχειλίζει και πραγματικά σε καθηλώνει. Νιώθεις πως δεν μπορείς να ανασάνεις από τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς σου. Η δεύτερη, σου απαλύνει τον πόνο και όλες οι υπόλοιπες, σε σκάβουν βαθιά για να σε λυτρώσουν στο τέλος. Νομίζω πως όλα αυτά είναι ένα πρώτης τάξεως υλικό για να δουλέψει ένας ανήσυχος σκηνοθέτης.
Στο κείμενο, σε πρώτο πρόσωπο, μιλά ο Εκκλησιαστής – όπως απέδωσαν οι Εβδομήκοντα το εβραϊκό «Qoheleth», λέξη που δηλώνει κάποιον που συγκαλεί ένα πλήθος ανθρώπων και απευθύνεται σε αυτό. Ως καλλιτέχνης τι είναι αυτό λοιπόν που θέλεις να απευθύνεις στο κοινό μέσα από την παράσταση;
Τη λέξη Εκκλησία τη συναντούμε στην αρχαιότητα όταν το αθηναϊκό δημοκρατικό πολίτευμα οργάνωνε τις συνελεύσεις ανδρών για να παρθούν οι σημαντικές αποφάσεις με πρώτους τους ρήτορες και εκείνους που είχαν την ευφράδεια του λόγου. Ο Eκκλησιαστής στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας άνθρωπος σίγουρα σοφός, οπωσδήποτε ευκατάστατος και χωρίς αμφιβολία ένας άξιος χειριστής του Λόγου. Καλεί κοντά του τους ανθρώπους που παραστρατούν, που χάνονται στην αμφιβολία της ζωής, που κυνηγούν το χρήμα και τη δόξα, που αποζητούν τη γνώση και τη σοφία υπενθυμίζοντάς τους, τον λιγοστό χρόνο που τους απομένει. Τους υπενθυμίζει συν τοις άλλοις, πόσο θνητοί είναι και πόσο κοντά στον θάνατο. Αυτό είναι και το μήνυμα που θέλουμε να κοινωνήσουμε στον θεατή. Να τον ξυπνήσουμε από το λήθαργο της σύγχρονης εποχής, από τα καλώδια και τις οθόνες, από τα κούφια και ανούσια λόγια, από την ειδωλολατρεία της όψης μας και της εικόνας μας, από τη βεβαιότητα πως θα ζήσουμε για πάντα. Διότι δε θα ζήσουμε για πάντα. Γιατί όλα είναι εδώ και τώρα. Και τίποτα δε γυρίζει πίσω. Και αυτό το ξεχνάμε. Το πνίγουμε στην απατηλή λίμνη της επιθυμίας μας για αιώνια ζωή. Αυτό το έργο λοιπόν έρχεται για να μας υπενθυμίσει όσο σκληρό κι αν ακούγεται, πως σε λίγο καιρό θα είμαστε όλοι νεκροί. Όλοι. Χωρίς καμιά διάκριση.
Ο Εκκλησιαστής αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα με τρεις τουλάχιστον τρόπους: πρώτος, το προσωρινό και το εφήμερο, ήτοι το ότι «όλα κρατάνε λίγο». Δεύτερος, το άσκοπο της προσπάθειας για την όποια μελλοντική ανταμοιβή και τρίτος, η απαξίωση του στόχου και της κατάκτησης που έρχεται ύστερα από την προσπάθεια. Αν σου ζητούσα να μου ορίσεις τη ματαιότητα τι θα απαντούσες;
Προσωπικά νιώθω από πολύ μικρή, πως η ματαιότητα φωλιάζει παντού. Σε όλη μας την ύπαρξη, σε όλη τη ζωή μας. Είναι μάταιοι οι έρωτες, οι χαρές, τα γέλια και τα κλάματα. Δεν κερδίζεις τίποτα, αλλά δεν χάνεις και τίποτα. Τίποτα δεν είναι δικό σου και τίποτα δε σου ανήκει. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε ο μόνος δρόμος που βαδίζουμε με σιγουριά είναι εκείνος του θανάτου. Αυτό μας μαθαίνει και ο Εκκλησιαστής, αυτό κηρύττει. Και αυτό πιστεύω κι εγώ. Το ερώτημα είναι πώς καταφέρνεις να κρατηθείς στη ζωή με όλη αυτήν τη μαύρη μοίρα των ανθρώπων; Δεν υπάρχει νομίζω απάντηση. Είναι κάτι βαθύτερο, κάτι ασύλληπτο και ακατανόητο αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να συνεχίζουν να παλεύουν κόντρα σε όλη αυτήν τη διάχυτη δυστυχία. Είναι σαν μια φωτεινή ενέργεια, ένα φως μέσα που σε σπρώχνει να συνεχίσεις, να διασχίσεις το προσωπικό σου σύμπαν για να πεις τα κατάφερα. Είμαστε πλασμένοι για να νικούμε τη δυστυχία. Κι ίσως αυτό να είναι τελικά η ευτυχία μας: Η νίκη μας πάνω στο ακατόρθωτο.
Δεν απέχουμε παρά μόλις λίγα διανοητικά βήματα από τον θάνατο του ίδιου του Θεού. Διότι δίχως νόημα στη ζωή και ανταμοιβή στον θάνατο, ποιο το νόημα της ύπαρξής του Θεού; Ο Εκκλησιαστής, ωστόσο, δεν επιλέγει να δρασκελίσει αυτό το όριο. Επιστρέφει στον Θεό κι αναγνωρίζει αναμφίλεκτα την ύπαρξή του. Ποια είναι η σχέση με το θείο;
Είναι γεγονός πως ο Θεός αργοπεθαίνει. Αργοπεθαίνει από τη λησμονιά. Κάθε τι που ξεχνάμε πεθαίνει. Κάθε τι που δεν κρατάμε στην καρδιά μας χάνεται στη λήθη. Μας ξεχνά και τον ξεχνάμε αυτή είναι η αλήθεια. Σαν άνθρωποι που αγαπήθηκαν και σιγά σιγά ξεχνά ο ένας τον άλλον. Ο Εκκλησιαστής ελπίζει στον Θεό, πιστεύει στον Θεό, κι όμως αντιλαμβάνεται πλήρως την απουσία του. Ακόμη και τότε, χιλιάδες χρόνια πριν, ήξερε πως ο Θεός δεν είναι παρά ένας παρατηρητής. Μια οντότητα που ζει πάνω και πέρα από όλα. Ναι, τον πιστεύει. Ναι, τον φοβάται, διότι τον έχει ανάγκη. Έχει αδήριτη ανάγκη να του βάλει κάποιος όρια: Να τον νουθετεί, να του λέει ποιο είναι σωστό και ποιο το λάθος. Γιατί είναι ανίκανος να κυριεύσει στα πάθη του. Και χρειάζεται έναν Τιμωρό. Θέλει κάθε φορά που παραστρατεί να επιστρέφει σε Εκείνον. Σαν παιδί στη μήτρα του. Για αυτό ακόμη κι αν τώρα πεθαίνει ο Θεός όπως τον ξέρουμε, ο άνθρωπος θα φτιάξει άλλον. Και αυτό το σχολιάζουμε στη παράσταση με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια. Θα δείτε τον άνθρωπο να θυμάται τους Θεούς του και να τους ξεχνά κατά βούληση.
«Ανησυχίες ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους να χάνονται οι άνθρωποι στις ανησυχίες τους». Και χάρη σε αυτές τις ανησυχίες παλεύουμε σύμφωνα με τον Εκκλησιαστή, με την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα και αναρωτιόμαστε ποιο είναι το νόημα της δικής μας απειροελάχιστης ζωής. Τι σου έχει διδάξει θα έλεγες το θέατρο, στην προσωπική σου ζωή;
Η ανησυχία κυλά στις φλέβες μου μαζί με το αίμα μου. Δεν τα διακρίνεις. ‘Όλα τα έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο εκτός από τη γνώση του ποιος είναι ο σκοπός του μέσα σε αυτή τη ζήση’’ λέει ο Εκκλησιαστής. Μια ζωή θα αναρωτιόμαστε, θα παλεύουμε με το χώμα και το νερό μας να καταλάβουμε γιατί ήρθαμε στη γη αυτή. Να αποκτήσουμε τη γνώση του ποιοι είμαστε, που πάμε, γιατί ήρθαμε και κυρίως γιατί θα φύγουμε; Ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του φέρει μια γνώση που είναι πολύ κοντά στα πιστεύω μου. ‘’Φτάσε όπου δεν μπορείς’’ λέει. Και αυτό μου έχει διδάξει το θέατρο. Να φτάσω εκεί που δεν μπορώ. Να αγγίξω νοητικά και φυσικά όλα εκείνα που είναι κρυφά, άφαντα, πνευματικά και συμπαντικά. Να γίνω και να ενωθώ με το Όλο. Ακούγεται ουτοπικό και μάλλον είναι, αλλά θα αφήσω αυτό τον πλανήτη προσπαθώντας.
Σε μια εποχή όπου η ενασχόληση με την τέχνη είναι ένας τομέας που δεν μπορεί να υποσχεθεί σταθερότητα και ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές, ως καλλιτέχνης από πού πιστεύεις ότι πηγάζει αυτή η στροφή των νέων σε σπουδές, όπως το θέατρο για παράδειγμα;
Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται με το θέατρο και πληρώνεται τη δουλειά του. Το θέατρο δεν είναι δουλειά. Εργαζόμαστε σκληρά, αιματηρά, αλλά δεν είναι δουλειά. Είναι μια κοινωνία, μια μεταλαβή, μια αδιάκοπη σπουδή στο Είναι μας και στον Άλλον. Η στροφή των νέων στο θέατρο είναι η στροφή των νέων στον εαυτό τους. Κανείς δεν ξεκινά σπουδές θεάτρου για να γίνει σταρ. Όλοι ξεκινάμε για να βρούμε τον εαυτό μας. Να μας ανακαλύψουμε, να γίνουμε χίλιοι δυο άλλοι, να φτιάξουμε άλλους, πιο ωραίους κόσμους. Αν το θέατρο διδασκόταν από το νηπιαγωγείο ο κόσμος θα ήταν πιο ευαίσθητος, πιο λειτουργικός, πιο εξωστρεφής, πιο μαγικός και σίγουρα λιγότερο συμπλεγματικός.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, τι θα ήθελες να γράφει ύστερα από χρόνια το βιβλίο του ελληνικού θεάτρου, δίπλα στο όνομά σου;
Εκείνη που ανέβασε τους θεατές στη σκηνή, δίνοντας τους την ευκαιρία να γίνουν κι εκείνοι ήρωες μιας ιστορίας.
Εκείνη που έκανε τους θεατές να νιώθουν την αγωνιώδη ανάσα των ηθοποιών.
Συνέντευξη: Eυθύμιος Ιωαννίδης
Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω και από εδώ τη Βαρβάρα για την προσήνεια και την απλότητά της και της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στις καλλιτεχνικές της ανησυχίες με γνώμονα πάντα το υψηλό καλλιτεχνικό ήθος που τη χαρακτηρίζει!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Ο Εκκλησιαστής» θα βρείτε εδώ
Δείτε στο Βίντεο που ακολουθεί τι μας είπε στη Συνέντευξη Τύπου η Δουμανίδου εδώ
Κάντε το πρώτο σχόλιο