
Ήμασταν εκεί για εσάς. To stellasview.gr βρέθηκε στο Μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών το Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018 και παρακολούθησε την παράσταση «Υπέρ Ελλάδος (Η υπόθεση Πολκ στο προσκήνιο)». Μια σπουδαία παράσταση σε παραγωγή του ΚΘΒΕ να εντυπωσιάζει, σκηνοθετημένη από την Πηγή Δημητρακοπούλου, σε κείμενο της καταξιωμένης φιλολόγου και συγγραφέως Σοφίας Νικολαίδου.
Σε μία από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, για την ακρίβεια αυτή, της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ τον Μάιο του 1948 στη Θεσσαλονίκη, εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του, επιχειρεί να σκορπίσει ψήγματα φωτός, δίνοντας φωνή στα πρόσωπα του δράματος που συγκλόνισε τη χώρα, το θεατρικό– ντοκουμέντο «Υπέρ Ελλάδος (Η υπόθεση Πολκ στο προσκήνιο)», που παρουσιάζεται από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη Μονή Λαζαριστών, σε κείμενο της Σοφίας Νικολαϊδου και σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου.
Ο Πολκ εργαζόταν από το 1946 για το CBS. Αρχικά υπήρξε ανταποκριτής του στη Μέση Ανατολή, στις αρχές, ωστόσο, του 1947 εγκαταστάθηκε οριστικώς στην Αθήνα. Στις 7 Μαΐου του 1948 έφτασε δε, στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να πραγματοποιήσει, υπό άκρα μυστικότητα, μία μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία. Σκόπευε να συναντήσει πιο συγκεκριμένα «στο βουνό, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα», τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και πρόεδρο της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», Μάρκο Βαφειάδη, προκειμένου να του πάρει συνέντευξη. Αμέσως μετά θα αναχωρούσε με την Ελληνίδα σύζυγό του για τις ΗΠΑ. Είχε ήδη μάλιστα βγάλει εισιτήρια για τις 20 Μαΐου. Τα σχέδιά του, ωστόσο, ανέκοψε η ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα δολοφονία του.
Μία μέρα λοιπόν, ύστερα από την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Στις 16 Μαΐου του 1948 το πτώμα του Πολκ βρέθηκε τελικά να επιπλέει στον Θερμαϊκό, περίπου 500 μέτρα από τον Λευκό Πύργο με εμφανή τα σημάδια της αποσύνθεσης (αβγά σουπιάς, κάλυπταν τα μάτια του νεκρού). Με τον εμφύλιο πόλεμο μάλιστα να μαίνεται, η είδηση της δολοφονίας ενός Αμερικανού δημοσιογράφου επί ελληνικού εδάφους προκάλεσε διαρρήδην πανικό στις ελληνικές αρχές και όξυνε τα μάλα τις εύθραυστες διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας με τη χώρα μας. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένα πρόχειρα στημένο θέατρο του παραλόγου, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι μυστικές υπηρεσίας των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, το ελληνικό συντηρητικό κράτος, αλλά και το ελληνικό παρακράτος της Δεξιάς.
Η πλοκή είναι συνεπώς βασισμένη σε αληθινά γεγονότα και συγκεκριμένα στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948 στη χτυπημένη από τον εμφύλιο πόλεμο Θεσσαλονίκη. Έπρεπε, μάλιστα, πάση θυσία να βρεθεί ο ένοχος ή έστω… κάποιος ένοχος. Οι πιέσεις, άλλωστε από τις ΗΠΑ προς την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες και έθεταν το δίχως άλλο σε κίνδυνο την αμερικάνικη οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα. Οι αρχές τότε, τρεις μάλιστα αφόρητους μήνες άνωθεν πιέσεων ύστερα από την άλυτη υπόθεση της δολοφονίας του Πολκ, ανακάλυψαν τον τέλειο ένοχο στο πρόσωπο του Γρηγόρη Σακτόπουλου, διαγραμμένο μέλος του ΕΑΜ, δημοσιογράφο της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, τον οποίο καταδίκασαν τελικά μαζί με δύο όντως κομμουνιστές, τους Μουζενίδη και Βασβανά ως δολοφόνους του Πολκ. Ο Στακτόπουλος ομολόγησε βέβαια, ύστερα από εξαντλητικά βασανιστήρια, ενώ άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως λίγο μετά την καταδίκη των τριών, θα αποδειχθεί ότι ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος. Όταν τελικά το 1960 ο Στακτόπουλος αποφυλακίστηκε με χάρη της κυβέρνησης, έκανε 4 φορές αίτηση επανάληψης της δίκης, λαμβάνοντας, εντούτοις, ισάριθμες φορές τη σθεναρή άρνηση από τον Άρειο Πάγο. Μπορούσε κάλλιστα να διαγράψει το μαρτύριο, την αδικία εντούτοις όχι…και ο Στακτόπουλος ήταν δύο φορές ένοχος στα μάτια των απανταχού δικαστών του: Ως δημοσιογράφος ο οποίος γνώριζε αγγλικά εκείνη την εποχή, αλλά πρωτίστως ως πατριώτης, ο οποίος δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, όταν το απαίτησαν τα συμφέροντα των ισχυρών, Υπέρ Πατρίδος…
Αναμφήριστη αλήθεια αποτελεί βέβαια το γεγονός πως τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στις δεκαετίες που παρήλθαν από τη δολοφονία του Πολκ ήταν ικανά, ώστε η «τυφλή» και πλανημένη Θέμιδα να αναβλέψει. Η μεταπολεμική εντούτοις καθημαγμένη Ελλάδα είχε αδήριτη ανάγκη την επισιτιστική και όχι μόνο βοήθεια, το μέλλον της οποίας συνδέθηκε απόλυτα με το εξιλαστήριο θύμα μιας πολύκροτης δίκης, έστω κι αν τα στοιχεία ήταν ανεπαρκή και κατασκευασμένα.
Η Σοφία Νικολαϊδου, μία από τις πλέον εξέχουσες φωνές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ξετυλίγει λοιπόν το χρονικό της υπόθεσης Πολκ στο πρώτο της θεατρικό έργο, το οποίο βασίζεται στο δεύτερο βιβλίο της άτυπης τριλογίας της με την οποία κεντά τη ζοφερή και συσκοτισμένη ιστορία της Θεσσαλονίκης από το 1912 ως το 2015, στο μυθιστόρημά της «Χορεύουν οι ελέφαντες» που κυκλοφόρησε το 2012. Κρατώντας ειδικότερα μία εν γένει αντικειμενική ματιά στα γεγονότα, με μια γλώσσα ρέουσα και ζωντανή, η εγνωσμένου κύρους συγγραφέας σύστησε το βήμα στους ήρωες της ιστορίας της∙ επιτρέποντάς τους να μας ταξιδέψουν στη σκοτεινή Ελλάδα του Εμφυλίου, όπου βασιλεύει ο τρόμος, ο παραλογισμός, το παρακράτος και η βία. Όλα αυτά τα αποτρόπαια βέβαια στον βωμό Υπέρ Ελλάδος.
Οι πρωταγωνιστές παρουσιάζονται με διαφορετικά ονόματα (για ευνόητους λόγους) και οι αφηγητές εναλλάσσονται διαρκώς. Ακολουθώντας αναλυτικότερα, μια παραλλαγή, αυτή της εκτενώς χρησιμοποιημένης αφηγηματικής τεχνικής που δίνει τον λόγο διαδοχικά στους πρωταγωνιστές εκείνων ακριβώς των γεγονότων -ωσάν να επαναλαμβάνεται αέναα η ακροαματική διαδικασία σε ακροατήριο εξ αντικειμένου αποστασιοποιημένο από την αναπόφευκτη ίντριγκα και τις πολιτικές/κοινωνικές συνθήκες της εποχής- με την εμβόλιμη, ωστόσο καταλυτική υποβλητική ενότητα «Οι άλλοι κρίνουν» –δηλωτικής του θυμόσοφου χορού της αρχαίας τραγωδίας-, η «παντοδύναμη» συγγραφέας παρεμβαίνει κατ’ οικονομία στη διαδικασία της χρονοβόρας και συνάμα αναπόφευκτης συγκέντρωσης και αξιολόγησης των στοιχείων της ανεξάρτητης ιστορικής έρευνας, για να αποσυρθεί στο τέλος διακριτικά∙ δίνοντας τον λόγο στους ήρωές της να παρουσιάζουν οι ίδιοι τη δική τους αμφίσημη εκδοχή των πεπραγμένων στους θεατές. Μέσα συνεπώς από θραυσματικές αλήθειες και πανίσχυρα ψέματα κρίνεται η μοίρα ενός αθώου. Και όλα, πάντα και παντού, αποφασίζονται…Υπέρ Ελλάδος.
Χρησιμοποιώντας μάλιστα μια ιδιαίτερη φόρμα, η Πηγή Δημητρακοπούλου, που ανέλαβε να μεταφέρει το έργο στη σκηνή- στήνει μια παράσταση-ντοκιμαντέρ με έναν χορό προσώπων μέσα από τον οποίο ξεπηδούν, σαν αρτεσιανό φρέαρ από το υπέδαφος της Ιστορίας οι κεντρικοί ήρωες της άλυτης υπόθεσης, προκειμένου να μας διηγηθούν κατά πρόσωπο τις περισσότερες φορές, τη δική τους εκδοχή στα γεγονότα. Το μόνο βέβαια πρόσωπο που απουσιάζει τεχνηέντως καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, οχυρωμένος μες στις εύγλωττες σιωπές του, αδυσώπητα εντούτοις ακίνητος και άγρυπνος φρουρός, κραταιός και παντεπόπτης, είναι ο Στακτόπουλος. Ως άλλος μάλιστα επικείμενος και αναμενόμενος από μηχανής Θεός, υπερίπταται πάνω από τους πρωταγωνιστές, αλλά περιμένει στωικά να έλθει το πλήρωμα του χρόνου ούτως ώστε να εμφανιστεί για να διαρρήξει επιτέλους το στιβαρό φράγμα της πολυφωνίας, αποκαλύπτοντας και σκορπίζοντας απλόχερα έτσι με την πολύφερνη ομολογία του τη ζείδωρη αλήθεια.
Όλα αυτά διαδραματίζονται βέβαια στο λιτό, αλλά διαρρήδην λειτουργικό σκηνικό, του Κώστα Παππά που προσιδιάζει έντονα στο εσωτερικό ενός ένδοξου Ανακτόρου, το οποίο αναδίδει μια βάναυση αίσθηση άσπλαχνης εγκατάλειψης και ψευτιάς. Ενός Μεγάρου, με τα πάλαι ποτέ εντυπωσιακά παράθυρά του να βρίσκονται σε προχωρημένη φθορά, με το κάποτε στιβαρό και περήφανο τοίχος που το προστάτευε από εσωτερικούς και εξωτερικούς να στέκει τώρα λειψό. Στο αμαυρωμένο δε άλλοτε εξαίσιο δάπεδό του δεσπόζουν πλέον ατάκτως ερριμμένες καρέκλες, θυμίζοντας έτσι το πολύπαθο και παλαίφατο Θέμιδος μέλαθρον της Ιστορίας. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα κομψά κοστούμια του, σε τόνους μαύρου και γκρι όπως υπήρξε ακριβώς και το πολιτικό κλίμα της εποχής, εναρμονίζονται πλήρως με την ευρηματική σκηνοθεσία. Η κίνηση επίσης, του Αλέξη Τσιάμογλου, η οποία αποπνέει δεξιοτεχνία και πειστικότητα έχει μία ανυπόφορη καθαρότητα, που αισθητοποιεί με ενάργεια τη σκηνοθετική γραμμή, ενώ οι διακριτικοί φωτισμοί της Δήμητρα Αλουτζανίδου σε συνδυασμό με την υποβλητική μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου υπηρετούν επακριβώς το πνεύμα της εποχής, αλλά και της παράστασης.
Οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ένα συμπαγές πλέγμα, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Σαν τους ακριβείς δείχτες του ατέρμονου και ακάματου ρολογιού της Ιστορίας, οι οποίοι -θύματα και θύτες από κοινού – ύστερα από την απαγγελία-απολογία τους αφανίζονται πιασμένοι πισθάγκωνα στην αχλή του χρόνου.
Άπαντες να τονίσουμε οι ηθοποιοί, ανταποκρίθηκαν πλήρως στις απαιτήσεις του ρόλου τους και μας πρόσφεραν το δίχως άλλο σπουδαίες ερμηνείες. Πιο συγκεκριμένα, η Δρόσου Έφη στον ρόλο της Αμερικανίδας μητέρας, είναι εξαίσια, προσφέροντάς μας μια στιβαρή μέχρι το τέλος ερμηνεία η οποία γέμει από φλέγμα και περιφρόνηση προς τους εκπροσώπους της φυλής που δολοφόνησε τον γιο της. Ο Γιώργος Κολοβός στον ρόλο του δικηγόρου εντυπωσιάζει με την ερμηνευτική του δεινότητα, όπως και ο Ιωσήφ Πολυζωίδης στον ρόλο του Ταγματάρχη, ο οποίος με φωνή ανεπαίσθητα πιο υψηλή από του Κολοβού, και χροιά αρκούντως ειρωνική, εντούτοις σαφής, δυναμικός, πιο τολμηρός και αναμφίλεκτα απόλυτος στις ιδέες και στις τοποθετήσεις του, αποτελεί τον ιδανικό άλλο πόλο, του διπόλου των δύο χαρακτήρων.
Εκείνη, ωστόσο, που κεντά με την ερμηνεία της και σφραγίζει το έργο είναι η Σοφία Καλεμκερίδου στον ρόλο της Πόντιας μάνας του Στακτόπουλου. Η πολύ καλή ηθοποιός πιο αναλυτικά, σκιαγραφεί με περισσή πειστικότητα και δίχως υπερβολές τον συναισθηματικό κόσμο της τραγικής αυτής ηρωίδας, η οποία με συνεχώς διαφοροποιούμενες αποχρώσεις του λόγου της κατορθώνει το δίχως άλλο, να βυθίσει με την αψεγάδιαστη ερμηνεία της τον θεατή σε ένα πέλαγος λυτρωτικής συγκίνησης. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η ερμηνεία του Χρήστου Παπαδημητρίου, στον ρόλο του Άγγλου διπλωμάτη να διακρίνεται από ωριμότητα και αποφασιστικότητα, αρετές που πρέπει ανυπερθέτως να χαρακτηρίζουν έναν ηθοποιό, όταν αποφασίζει να αναμετρηθεί με τέτοιους σύνθετους ρόλους.
Ο πολύ ικανός από την άλλη, Γιάννης Τσεμπερλίδης πλάθει στον ρόλο του αντάρτη – ξάδερφου έναν ήρωα στοχαζόμενο, με δραματικό βάθος, αλλά και με αποκρυπτογραφική, πνευματώδη και συνάμα πικρή ειρωνεία. Με προσεκτική μάλιστα και καθαρή άρθρωση, απόλυτα εστιασμένος στις επιταγές του ρόλου του, ο Τσεμπερλίδης έχει μια αδιαφιλονίκητη δυναμική και αξιοθαύμαστη παρουσία σε λόγο και κίνηση. Η Μαριάννα Πουρέγκα, στον ρόλο της Χήρας, ερμηνεύει με σεβασμό και μέτρο την ηρωίδα αυτήν, ενώ οι ηθοποιοί: Φανή Ξενουδάκη, Νικόλαος Κουσούλης και Κική Στρατάκη είναι καθ’ όλα σωστοί στην προσέγγιση των ρόλων τους ως Χορός, στη λογική πάντα της συνολικότερης σκηνοθετικής οπτικής. Εντυπωσιάζουν έτσι με την αναντίλεκτη μεστότητα και τη σταθερή συγκέντρωση με την οποία αντιμετώπισαν τον ρόλο τους, που όχι μόνο δεν εκφυλίστηκε σε καρικατούρα χορού αρχαιοελληνικής τραγωδίας, αλλά αναφανδόν στάθηκαν ισάξιοί του. Αποτελεί άλλωστε τω όντι χαρά να βλέπεις νέα παιδιά να παίρνουν τον ρόλο του ηθοποιού στα σοβαρά και να τον δουλεύουν στις λεπτομέρειες.
Το τέλος δε της παράστασης είναι διθυραμβικό. Λιτό, καθηλωτικό, πικρό, αβάσταχτα αληθινό. Το «Υπέρ Ελλάδος (Η υπόθεση Πολκ στο προσκήνιο)» είναι μια παράσταση βαθιά πολιτική, που αφυπνίζει και εγείρει γόνιμα ερωτήματα και πολλούς προβληματισμούς που επιζητούν διακαώς τεκμηριωμένες απαντήσεις και ακραιφνείς λύσεις αντίστοιχα. Πρόκειται για ένα έργο που βρίσκει αναμφίβολα τρόπο να εξορύξει με χειρουργική ακρίβεια, την αταλάντευτη ιστορική αλήθεια και συνακόλουθα το ορθό ηθικό έρμα που κρατάμε αρειμανίως κρυμμένα, πίσω από χασκόγελα και ζωτικά Υπέρ Ελλάδος, πατρογονικά ψέματα.
Κριτική: Eυθύμιος Ιωαννίδης
Διαβάστε τη συνέντευξη της Σοφίας Νικολαΐδου εδώ
Κάντε το πρώτο σχόλιο